Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιχτόχρωμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοιχτόχρωμος -η -ο [anixtóxromos] Ε5 : που έχει ανοιχτό χρώμα. ANT σκούρος, σκουρόχρωμος.

[ανοιχτο- + -χρωμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτόχρωμος, -η -ο [anixtóxromos] (& L ανοικτόχρωμος)
  • light-colored, pale-colored (ant βαθύχρωμος, σκοτεινόχρωμος):
    • μεγάλα ανοικτόχρωμα κύτταρα (Louros) |
    • ανοιχτόχρωμη επιφάνεια |
    • δέρμα ανοιχτόχρωμο light-colored skin |
    • ανοιχτόχρωμο λευκό δέρμα |
    • ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα |
    • τα χείλη με το ανοιχτόχρωμο κοκκινάδι |
    • ανοιχτόχρωμα μαλλιά fair hair |
    • ανοιχτόχρωμα μάτια, ανοιχτόχρωμα γαλανά μάτια |
    • ~λεκές στον τοίχο |
    • ανοιχτόχρωμη καμπαρντίνα |
    • ανοιχτόχρωμες κάλτσες |
    • ανοιχτόχρωμες βαφές |
    • ανοιχτόχρωμο ύφασμα, κουστούμι |
    • ανοιχτόχρωμο ταγέρ, ζακετάκι |
    • ανοιχτόχρωμη φορεσιά |
    • ντυμένες με βαθυπράσινα ή ανοιχτόχρωμα φορέματα |
    • φορούσε φουστάνια ανοιχτόχρωμα παρδαλά (Panagiotop) |
    • ανοιχτόχρωμες κίτρινες χνουδωτές πετσέτες (Glezos) |
    • ανοικτόχρωμο κονίαμα, το έδαφος είναι ανοιχτόχρωμο πράσινο (MChatzidakis) |
    • ένα λιβάδι ανοιχτόχρωμο, παραδεισιακό γαλάζιο (KPolitis) |
    • ανοιχτόχρωμη μπίρα |
    • ψωμί από βρίζα ανοιχτόχρωμο ή μουντό (Saratsis) |
    • ~πηλός, ανοιχτόχρωμη πέτρα |
    • ανοιχτόχρωμες ψηφίδες ανάμεσα σε σκοτεινόχρωμες (Chatzidakis) |
    • τ' ανοιχτόχρωμα φιστικιά χρώματα |
    • ο ~ τύπος στα Bαλκάνια υπάρχει από παλιά (Poulianos) |
    • οι ομάδες των Eλλήνων της Δυτικής Mακεδονίας και σ' ένα βαθμό της B. Θεσσαλίας, οι Bλαχόφωνοι και Σλαβόφωνοι της Mακεδονίας είναι οι πιο ανοιχτόχρωμες (id.) |
    • ανοιχτόχρωμες ποικιλίες υπάρχουν στην Kρήτη από πολύ παλιά εποχή (id.)

[fr kath ανοικτόχρωμος (Koumanoudis), cpd of ανοικτός & χρώμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες