Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτόχρωμα [anixtóxroma] τα,
- light-hued clothes:
- της είχε φέρει ένα δαχτυλίδι με ρουμπίνι στην απόχρωση που παίρνανε τα μάτια της όταν φορούσε ~ (TAthanasiadis)
[substantiv. n pl of ανοιχτόχρωμος]
- light-hued clothes: