Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτόστομος, -η, -ο [anixtóstomos]
- ① talking freely, openly, frankly, unreservedly (even shamelessly):
- οι ανεκδοτολόγοι των κοσμικών συγκεντρώσεων όσο πιο ανοιχτόστομοι τόσο και πιο περιζήτητοι είναι (Panagiotop) |
- η Σμαραγδή ήταν από άλλο κόσμο φερμένη, ανοιχτόστομη κι ασυλλόγιστη χωρατατζού και θεοσεβούμενη ανάμεσα στ' άλλα (id.)
- ⓐ straightforward, sincere (syn ειλικρινής, ίσιος):
- ο Aχιλλέας .. ~| όπως όλοι οι φυσικοί άνθρωποι, παρορμητικός (id.) |
- ο ~ και φλύαρος κ' ευρέθιστος πολεμιστής (ο Aχιλλέας) (id.) |
- poem η Φήμη όλο ανοιχτόστομη μ' ανέβασε ως εδώ (Palam)
- ② unreserved, coarse, foul, vulgar, shameless, indecent:
- τ' αγόρια λέγανε ένα σωρό αστεία, πολύ ανοιχτόστομα, στα κορίτσια (id.) |
- η ανοιχτόστομη ως τη χυδαιότητα κάποτε σεξουαλική κουβέντα (Karantonis) |
- τα επιγράμματα τα ερωτικά και συχνά τ' ανοιχτόστομα της Παλατίνης Aνθολογίας (Panagiotop) |
- κάμαρες με τις πρόστυχες χρωμολιθογραφίες στους τοίχους και στολισμένες με τα καλέσματα τ' ανοιχτόστομα και τα γέλια των νεκρών (Panagiotop)
[cpd of ανοιχτός & στόμα; cf adjs in -στομος]
- ① talking freely, openly, frankly, unreservedly (even shamelessly):