Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιχτόμυαλος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοιχτόμυαλος -η -ο [anixtómnalos] Ε5 : που έχει ανοιχτό μυαλό, ευρύτητα σκέψης. ANT στενόμυαλος: ~ άνθρωπος. || Aνοιχτόμυαλες σκέψεις.

[ανοιχτο- + μυαλ(ό) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτόμυαλος1 [anixtómjalos] ο,
  • openminded person, clever individual (syn ο έξυπνος, ο ευφυής):
    • το εγώ βρίσκεται κ' εκεί όπου ο ανοιχτομάτης κι ο ~ δεν υποπτεύουν την παρουσία του (Panagiotop)

[substantiv. m of ανοιχτόμυαλος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτόμυαλος2, -η, -ο [anixtómjalos]
  • openminded, clever (syn έξυπνος, ευφυής):
    • τον είχα γι' ανοιχτόμυαλο άνθρωπο |
    • να 'χεις να κάμεις μ' ανοιχτόμυαλους και πολιτισμένους ανθρώπους! (Panagiotop) |
    • ο Πτολεμαίος I ο Σωτήρ ήταν ~κι ανεξίκακος (id.) |
    • ο παπάς, άνθρωπος φιλογράμματος και ~ (id.) |
    • ο Oυναμούνο δεν είναι μήτε ο πιο σοφός μήτε ο πιο ~ μήτε ο πιο μεγάλος συγγραφέας ή φιλόσοφος της σημερινής Iσπανίας, όμως είναι η πιο παλλόμενη και πιστή προσωποποίηση του αιώνιου Δον Kιχώτη (Kazantz) |
    • να μη γίνει η εξουσία ανυπόφορη για τον απλό φυσιολογικό και ανοιχτόμυαλο άνθρωπο (Theotokas) |
    • είναι σπάνια η περίπτωση έθνους που κωφεύει έτσι σε πολύτιμες αντικειμενικές κι ανοιχτόμυαλες συμβουλές σαν εκείνες του Tριανταφυλλίδη (Loukatos)

[cpd of ανοιχτός & μυαλό 'brain']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες