Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτόλογος, -η, -ο [anixtóloγos]
- ① speaking without restraint, talking loosely:
- ~είναι .. αυτά που βλέπει τα φωνάζει όπως τα βλέπει (Palam)
- ② expressed openly, freely:
- ~ακράταγος λυρισμός (Palam) |
- και τα δημοτικά τραγούδια είναι πιο ανοιχτόλογα από τα ρεμπέτικα (π.χ. τα βυζάκια σου τ' ασπρούλια κλ) (IPetrop Rembetika) |
- παροιμίες ή παροιμιώδεις εκφράσεις ήταν ανοιχτόλογες (π.χ. μιλάν όλοι, μιλάν κ' οι κώλοι) (id.)
[cpd of ανοιχτός & λόγος]
- ① speaking without restraint, talking loosely: