Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιχτόκαρδος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοιχτόκαρδος -η -ο [anixtókarδos] Ε5 : που έχει χαρακτήρα ευδιάθετο, εύθυμο, ευπροσήγορο: Aνοιχτόκαρδη γυναίκα / παρέα. || Aνοιχτόκαρδες κουβέντες. Aνοιχτόκαρδο γέλιο. ανοιχτόκαρδα ΕΠIΡΡ.

[ανοιχτο- + καρδ(ιά) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτόκαρδος, -η, -ο [anixtókar∂os]
  • ① hearty, wholehearted:
    • ακούστε το πλατύ κι ανοιχτόκαρδο γέλιο τους |
    • ανοιχτόκαρδα χαμόγελα |
    • ανοιχτόκαρδες κουβέντες |
    • μπήκε με ύφος ανοιχτόκαρδο (Myriv) |
    • τα ανοιχτόκαρδα ξεφωνητά της αμεριμνησίας των παιδιών (Panagiotop) |
    • τη στιγμή εκείνη ο παπάς έψαλλε τ' ανοιχτόκαρδο και χαρμόσυνο τροπάρι "Xριστός γεννάται" (Christovasilis) |
    • τυπικό δείγμα μιας απλής ανοιχτόκαρδης χαράς, του αρχαίου ποιητή από τη χαρά της φύσης γύρω του, το τραγούδι της Άνοιξης του Mελέαγρου (Palam) |
    • ανοιχτόκαρδη αφέλεια |
    • έκφραση των έργων ανοιχτόκαρδη και χαμογελαστή (Karouzos) |
    • ανοιχτόκαρδο και χαρωπό έργο της μαθήτριας |
    • μ' ανοιχτόκαρδη ματιά κοιτάζει γύρω (Vlachogiannis)
  • ② pleasantly disposed toward people, liking people, genial, good-humored, jovial, openhearted, cheerful (syn καλοδιάθετος, κεφάτος, ευπροσήγορος, πρόσχαρος):
    • ο ~ ελληνικός λαός |
    • ~ άνθρωπος, Pωμιός |
    • άνθρωπος ~ και γλεντζές |
    • ήταν χαρούμενος και πιο ~ (Karagatsis) |
    • νέος άντρας, ζωηρός κι ~ (Xenop) |
    • οι απλοϊκοί μεσογειακοί είναι ανοιχτόκαρδοι (Panagiotop) |
    • ζωηρή κι ανοιχτόκαρδη γυναίκα |
    • κορίτσι αγαθό, απλό και καθαυτό ανοιχτόκαρδο (Xenop) |
    • παιδί, παλληκάρι ανοιχτόκαρδο |
    • poem .. μάκραινε γοργούς | το νιο τον ανοιχτόκαρδο, την κόρη τη δροσάτη | και ξένους και δικούς (Palam)
  • ③ spacious, airy, pleasant, attractive, of places:
    • το γραφικό και ανοιχτόκαρδο αυτό υπαίθριο σύνολο (Vasileiadis) |
    • ανοιχτόκαρδες πολιτείες |
    • η ανοιχτόκαρδη Aθήνα του καλού καιρού |
    • σπίτι παστρικό κι ανοιχτόκαρδο |
    • ένα ανοιχτόκαρδο σπιτάκι με γελαστά παράθυρα, με γλάστρες κλ (Petsalis) |
    • ανοιχτόκαρδη βεράντα |
    • σπίτια με προσόψεις ανοιχτόκαρδες |
    • ~ |
    • καταστήματα περιποιημένα κι ανοιχτόκαρδα (Panagiotop) |
    • ένα κέντρο ανοιχτόκαρδο στην είσοδο της πολιτείας (id.) |
    • όλα ήταν ζεστουλά, ανοιχτόκαρδα και πρόσχαρα (Myriv)

[fr MG *ανοιχτόκαρδος, cpd of ανοικτός and καρδιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες