Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιχτόκαρδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτόκαρδα [anixtókar∂a] adv
  • openheartedly, joyfully, gaily, cheerfully (syn πρόσχαρα, χαρούμενα, με χαρές):
    • γελά, χαμογελά ~ |
    • γελούσε πλατιά κι ~ (Terzakis) |
    • του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ~ και τον χτύπησε στον ώμο (Karyotakis) |
    • κουβεντιάζουν, συνομιλούν ~ |
    • θέλει ~ να εξηγήσει το καθετί στον ξένο του (Venezis) |
    • την καλωσόρισε φιλικά κι ~ (Myriv) |
    • οι καλόγηροι τον υποδέχονται φιλόξενα και ~ (ThAthanasiadis-N) |
    • η Eυρυτανία ~ σας περιμένει (PVasileiou) |
    • poem .. κάλει | ~ γέρους, νέους, παιδάκια (Stavrou Ar) |
    • πώς ημπόρειε ποτέ τα μυστικά της | ~ η νέα να μη θαρρέψει | σε μια δεύτερη μάνα ωσάν τη θεια της |.. (Markoras)

[der of ανοιχτόκαρδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες