Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτούτσικος, -η, -ο [anixtútsikos]
- ① a little open, somewhat open, ajar
- ② uninhibited, somewhat loose:
- ανοιχτούτσικα λόγια, ανοιχτούτσικες κουβέντες
- ③ of somewhat light color, somewhat pale:
- ανοιχτούτσικο πράσινο χρώμα
[der of ανοιχτός w. suff -ούτσικος]