Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτοσπίτης, -ισσα [anixtospítis]
- keeping one's home open to people, hospitable (syn φιλόξενος):
- poem τη χέρα του άπλωσε, χαιρέτησε το γέρο ανοιχτοσπίτη (Kazantz Od 9.669)
[cpd of ανοιχτό σπίτι]
- keeping one's home open to people, hospitable (syn φιλόξενος):