Παράλληλη αναζήτηση
62 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοιχτο- [anixto] & ανοιχτό- [anixtó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε σύνθετα επίθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει ανοιχτό το μέρος του σώματος που δηλώνει το β' συνθετικό· (μτφ.): ανοιχτόκαρδος, ~μάτης. || ~χέρης. 2. με β' συνθετικό επίθετο που δηλώνει χρώμα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ανοιχτή απόχρωση του χρώματος που δηλώνει το β' συνθετικό: ~κόκκινος, ~πράσινος, ~γάλαζος. || ανοιχτόχρωμος.
[μσν. ανοιχτο- θ. του επιθ. ανοιχτ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ανοιχτό-ματος `ανοιχτομάτης΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτο- [anixto] 1st me of cpd adjs
- to denote
- ① a light color, not vivid:
- ανοιχτογάλαζος, ανοιχτογάλανος, ανοιχτόγκριζος, ανοιχτόθωρος, ανοιχτοκίτρινος, ανοιχτοκόκκινος, ανοιχτόμαβος, ανοιχτόξανθος, ανοιχτοπράσινος, ανοιχτόχρωμος etc
- ② without restrictions, freely, frankly:
- ανοιχτόκαρδος, ανοιχτόλογος, ανοιχτομάτης, ανοιχτόμυαλος, ανοιχτόστομος etc
[fr ανοικτο-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτογάλαζο [anixtoγálazo] το,
- light blue, light azure color:
- μισοκλείνοντας τα ματόφυλλα βλέπει τον ήλιο γύρω του, που είναι ένα ολόχρυσο φως σκόρπιο παντού, απάνω στο ~ του γιαλού και στου ουρανού το ασήμι (Petsalis) |
- και κείνο το ~ (Panagiotop)
[substantiv. n of ανοιχτογάλαζος]
- light blue, light azure color:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτογάλαζος, -η, -ο [anixtoγálazos]
- light blue (syn ανοιχτογάλανος, ανοιχτό μπλε, μπλε ανοιχτό):
- ανοιχτογάλαζα μάτια |
- φουστάνι ανοιχτογάλαζο |
- φορούσε φράγκικα |
- ανοιχτογάλαζη βελάδα και στενό παντελόνι βαθυκύανο (Petsalis) |
- κ' ύστερα ο γιαλός ~ |
- το πέλαγος πέρα ηρεμούσε ανοιχτογάλαζο με εναλλαγές τόνων (Kokkinos) |
- κορίτσια νέα με ανοιχτογάλαζες μπλούζες που τις φούσκωναν τα στήθη τους (AVlachos) |
- η ορτανσία, αυτό το πλατύ, το καταπράσινο φύλλο, και τις δέσμες τις ανοιχτογάλαζες, τις ανοιχτοκόκκινες, αυτήν την άπειρη ορτανσία (Panagiotop) |
- τα χέρια της ήτανε σα διάφανα μπροστά στη φλόγα, οι φλέβες πιο ανοιχτογάλαζες (KPolitis)
[cpd of combining form ανοιχτο- & MG & ModG γαλάζιος (dial γαλάζος)]
- light blue (syn ανοιχτογάλανος, ανοιχτό μπλε, μπλε ανοιχτό):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτογάλανος, -η, -ο [anixtoγálanos]
- light blue (syn in ανοιχτογάλαζος):
- μια ανοιχτογάλανη θάλασσα (Karantonis) |
- μια πίκρα μεγάλη θόλωσε τα μάτια του (ήταν ανοιχτογάλανα μάτια, διάφανα) (Petsalis)
[cpd of ανοιχτο- & γαλανός]
- light blue (syn in ανοιχτογάλαζος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτόγκριζος, -η, -ο [anixtógrizos]
- light gray (syn ανοιχτό γκρι):
- τ' ανοιχτόγκριζά της μάτια (KPolitis)
[cpd of ανοιχτο- & MG & ModG γκρίζος]
- light gray (syn ανοιχτό γκρι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτόκαρδα [anixtókar∂a] adv
- openheartedly, joyfully, gaily, cheerfully (syn πρόσχαρα, χαρούμενα, με χαρές):
- γελά, χαμογελά ~ |
- γελούσε πλατιά κι ~ (Terzakis) |
- του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ~ και τον χτύπησε στον ώμο (Karyotakis) |
- κουβεντιάζουν, συνομιλούν ~ |
- θέλει ~ να εξηγήσει το καθετί στον ξένο του (Venezis) |
- την καλωσόρισε φιλικά κι ~ (Myriv) |
- οι καλόγηροι τον υποδέχονται φιλόξενα και ~ (ThAthanasiadis-N) |
- η Eυρυτανία ~ σας περιμένει (PVasileiou) |
- poem .. κάλει | ~ γέρους, νέους, παιδάκια (Stavrou Ar) |
- πώς ημπόρειε ποτέ τα μυστικά της | ~ η νέα να μη θαρρέψει | σε μια δεύτερη μάνα ωσάν τη θεια της |.. (Markoras)
[der of ανοιχτόκαρδος]
- openheartedly, joyfully, gaily, cheerfully (syn πρόσχαρα, χαρούμενα, με χαρές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτοκαρδιά [anixtokar∂já] η,
- gaiety, cheerfulness (syn καλή καρδιά):
- τους αγαπούν για την ~ |
- κόσμος .. με περίσσια ~, ζεστός στον ξένο (Panagiotop) |
- γυναίκες, γεμάτες ~, πάνε κ' έρχονται (id.) |
- το Παρίσι είναι το σμίξιμο του ανθρώπου με τον άνθρωπο, οι οικείωση, η ~ (id.) |
- η Pούμελη με την αδάμαστη παλληκαριά, με την ανοιχτοματιά και την ~ (id.) |
- η γυναίκα του σέρβιρε ροσόλι και σκορπίστηκε ανάμεσα στη συντροφιά μεγάλη οικειότητα κι ~ (TAthanasiadis)
[fr MG *ανοιχτοκαρδία, der of ανοικτόκαρδος]
- gaiety, cheerfulness (syn καλή καρδιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτοκαρδίζω [anixtokar∂ízo] aor ανοιχτοκάρδισα, (subj ανοιχτοκαρδίσω)
- ① intr become cheerful, merry, jovial:
- παίχτε κανένα όργανο ν' ανοιχτοκαρδίσουμε
- ② trans make s.o. cheerful:
- το ακράτητο γέλιο μας ανοιχτοκάρδισε, όσο παρακολουθούσαμε τις κωμικότατες περιπέτειες του Bουτσά (Floros)
[der of ανοιχτόκαρδος]
- ① intr become cheerful, merry, jovial:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοιχτόκαρδος -η -ο [anixtókarδos] Ε5 : που έχει χαρακτήρα ευδιάθετο, εύθυμο, ευπροσήγορο: Aνοιχτόκαρδη γυναίκα / παρέα. || Aνοιχτόκαρδες κουβέντες. Aνοιχτόκαρδο γέλιο.
ανοιχτόκαρδα ΕΠIΡΡ. [ανοιχτο- + καρδ(ιά) -ος]