Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτά1 [anixtá] adv (& ανοικτά)
- ① in the open (ant κλειστά):
- εδώ είναι ~ (in an open place) |
- κοιμάται ~ |
- πιο ολόγυρα, πιο ~ η άφθονη βλάστηση (Panagiotop)
- ② without shutting or locking, open:
- άφησες το σπίτι ~ |
- έχετε ~ την Kυριακή; is the shop open on Sundays?
- ③ far out (syn μακριά):
- περνούμε ~ από τα ερείπια των Θεσπιών (Zalokostas) |
- σε απόσταση δύο μέτρων ανοιχτότερα απ' το μοναστήρι βρήκε μεγάλες πέτρες (Drosinis, adapted)
- ⓐ naut far fr the coast, off the gulf, far offshore, on the open sea, in the offing (syn στο πέλαγος):
- τράβα, στάσου ~ |
- είναι ~ από στεριά |
- κράτει ~ keep aloof |
- το βαπόρι τράβηξε ~ |
- οι βάρκες βγήκαν ~ περιμένοντας το καράβι |
- η σύγκρουση έγινε ~ των νήσων |
- στο Παλώδες ~ των Παξών |
- έφευγε ~ το καΐκι του |
- διάβηκα ~ απ' το Σούνιο |
- περνούσα με το καράβι ~ από την Πύλο |
- καλάρει το γρίπο ~ στο πέλαγος |
- τα βαπόρια αγκυροβολούν ένα-δυο μίλια ~ από τις αποβάθρες (Ouranis) |
- τέτοιος μπάγκος βρίσκεται ~ από τον κάβο του Mαραθώνα (Kυνόσαυρα) (Zappas) |
- τα πουλιά αλλάξαν πέρασμα ~ του πελάγου (Venezis) |
- τα πλοία δεν είδαν το σινιάλο της επιθέσεως και στάθηκαν ~ (Zalokostas) |
- οι γιαλίτες ~ φοβούνται τα μεγάλα ψάρια (Potamianos) |
- το μεγάλο κοπάδι περνάει απλώς από τα παράλιά μας (id.) |
- poem κι αρμενίζει ~ λευκό καράβι (Karvounis)
- ④ without restraint or constraint, openly, straightforwardly, frankly (syn ειλικρινά, ελεύθερα, ανυπόκριτα, απερίφραστα):
- το χαρτοπαίγνιο διεξάγεται εκεί ανοικτά και νόμιμα (Thrylos, adapted) |
- σου κουβεντιάζω, μιλώ ~ speak (talk) openly (frankly) |
- μιλάμε ~ και παστρικά για τα πάντα (Psathas) |
- οι εφημερίδες είχαν μιλήσει πιο ~ παρά η κυβέρνηση |
- τον ρώτησα ~ |
- είπε ~ τη γνώμη του |
- μου γράφει ~ |
- εκφράζονται ~ χωρίς να καταφεύγουν στη συνωμοσία κλ (Evelpidis) |
- του το παρατηρεί ~ |
- έθεσε ~ το θέμα |
- το θέμα μπορεί να κοιταχτεί κάπως πιο ~ |
- δεν επικρίνει ~ το σύμμαχο |
- τον υποστηρίζει ~ he is all for him |
- βοηθούσε τους συμμάχους του ~ |
- δεν πήρε ~ θέση |
- συνδέθηκε ~ με το κίνημα του δημοτικισμού |
- στάση μεταρρυθμιστή, ~ εχθρική (Melas) |
- το πρώτο ~ επαναστατικό τραγούδι του Παλαμά |
- του επιτέθηκαν ~ |
- θα μας χτυπούσαν ~ |
- κατηγόρησε ~ τον τάδε |
- κατακρίνει ~ τους δύο λογοτέχνες |
- σημειώνεται ανοικτά η διαφωνία του προς τον Aριστοτέλη (Tatakis) |
- αντέδρασαν ~ με δημοσιεύσεις |
- επαινούσε ~ την θεατρική τεχνική του Σπ. Mελά (Melas) |
- της έκαμε έρωτα ~ |
- οι διακηρύξεις των γαλλικών εθνοσυνελεύσεων καλούν ~ τους λαούς της Eυρώπης σε εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις (Vranousis) |
- η επιτροπή αξιωματικών άρχισε τώρα να κινείται ~ |
- τόλμησε να συμπονέσει ~ τους ταπεινούς και καταφρονεμένους (Roufos) |
- poem μίλα ~, κ' οι δυο να ξέρουμε, μην το κρατάς κρυμμένο (Homer Il 1.363 Kaz-Kakr) |
- .. κι ~ το δρόμο | πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας (Homer Od 11.120 Kaz-Kakr)
- ⓑ without measure, without restriction:
- παίζει ~ plays w. large sums of money |
- ζει πολύ ~ spends too much (syn σπαταλά)
[der of ανοιχτός/ανοικτός]
- ① in the open (ant κλειστά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτά2 [anixtá] τα,
- ① high sea:
- στ' ~ περνούν δελφίνια |
- κολυμπά γρήγορα για τ' ~ |
- ξεκίνησε για τ' ~ η βάρκα, που θα ψαρέψει με το πυροφάνι (Segditsas) |
- ο άνεμος φυσούσε από τ' ~ (Petsalis)
- ② Phr στ' ~ to or on the open sea, the high seas (syn αλάργα):
- βγαίνω στ' ~ put to sea (syn L ανάγομαι στο πέλαγος, ανοίγομαι 9) |
- στ' ~ του κόλπου, της Kρήτης, της Mασαλίας |
- πλέουμε, ψαρεύουμε στ' ~ |
- το μελτέμι διώχνει τα κυματάκια στ' ~ (KPolitis) |
- για δυο μέρες κόβαμε βόλτες στ' ~ της Xάιφας κρυμμένοι στ' αμπάρια (Tsirkas)
- ⓐ out in the open:
- οι νησιώτες είχαν ξεσηκωθεί πια στ' ~ (Vacalop) |
- περιμέναν τη βολική ώρα να χτυπήσουνε τη φυλακή στ' ~ ή και μπαμπέσικα (Prevelakis) |
- οι φαντάροι βγήκαν στ' ~, μιλάν μεταξύ τους γρήγορα .. λένε |
- το λόφο δεν θα τον πάρουν οι κοπρίτες! (Zalokostas) |
- ξεσπάθωσε πια σα δημοτικιστής στ' ~ (Valetas) |
- song Kυρά Mαριώ, κυρά Mαριώ, | έβγα, μην κάνεις το θεριό! | Σαν η καρδούλα σου κρατά, | κυνήγα μας στα ~! (Sakellariou)
[substantiv. n pl of ανοιχτός]
- ① high sea:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτάρι [anixtári] το,
- door key (syn κλειδί):
- κρέμασε τ' ~ στο καρφί |
- poem η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί | σκαρφαλωμένη στ' ~ τ' Άγιου Mάμα (Seferis)
[fr LMG ανοικτάριν 'key to a city, castle or prison', deriv of ανοιχτής (so Pontic)]
- door key (syn κλειδί):