Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοιξιάτικος -η -ο [aniksxátikos] Ε5 : που ανήκει, ταιριάζει, υπάρχει κτλ. την άνοιξη: ~ καιρός. Aνοιξιάτικες μέρες. Aνοιξιάτικη φορεσιά. Aνοιξιάτικο κουστούμι. Aνοιξιάτικα φρούτα / λουλούδια.
ανοιξιάτικα ΕΠIΡΡ κατά την άνοιξη, την άνοιξη: Παντρεύτηκε ~. [άνοιξ(η) -ιάτικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιξιάτικος, -η, -ο [aniksjátikos]
- of the spring, during the spring, or spring like (syn L εαρινός):
- ανοιξιάτικη εποχή spring time |
- ο πρώτος ~ μήνας, ο Mάρτιος, θεωρείται και είναι ο περισσότερο άστατος και ευμετάβολος μήνας του έτους (FKarapiperis) |
- οι ανοιξιάτικοι μήνες |
- ~ καιρός spring weather |
- ανοιξιάτικο καπέλο, φόρεμα, πανωφόρι |
- ανοιξιάτικη μαγεία, μέθη, χάρη |
- ~ ουρανός |
- αθηναϊκή ανοιξιάτικη αιθρία (Melas) |
- ανοιξιάτικη ευδία |
- ανοιξιάτικη αυγή |
- ανοιξιάτικο ξημέρωμα |
- ~ αέρας |
- ανοιξιάτικη αύρα, οι ανοιξιάτικες αύρες |
- δροσιά ανοιξιάτικη |
- ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες |
- το ανοιξιάτικο αέρι (αγέρι) |
- ανοιξιάτικοι άνεμοι |
- ανοιξιάτικο άρωμα |
- ανοιξιάτικο πρωί, πρωινό |
- ανοιξιάτικο απομεσήμερο, απόγευμα |
- ένα από τ' ανοιξιάτικα απογεύματα με ψιλή βροχή (Chatzinis) |
- ανοιξιάτικο δείλι, μούχρωμα, βράδυ, βραδινό |
- ανοιξιάτικη μέρα, βραδιά, νύχτα |
- ~ ήλιος |
- ανοιξιάτικη λιακάδα, ομίχλη |
- ανοιξιάτικο σύννεφο, συννεφάκι |
- ανοιξιάτικη βροχή, μπόρα, θύελλα, καταιγίδα |
- η ανοιξιάτικη επίθεση του εχθρού |
- ανοιξιάτικες μάχες |
- ανοιξιάτικο φως |
- τ' ανοιξιάτικα οργώματα |
- ανοιξιάτικη άνθηση, χλόη |
- ανοιξιάτικο φύλλο, λουλούδι, τριαντάφυλλο |
- ανοιξιάτικοι λεμονανθοί |
- ανοιξιάτικη μαργαρίτα |
- τα νερά τ' ανοιξιάτικα |
- ανοιξιάτικο πουλί, αρνί |
- ένα ανοιξιάτικο όνειρο |
- οι ανοιξιάτικοι δρόμοι της Aθήνας |
- η ανοιξιάτικη Aττική |
- ήταν το πρώτο ανοιξιάτικο ταξίδι του πλεούμενου (Venezis) |
- ολάκερη η πλάση κύλησε .. πολύχρωμη, ανοιξιάτικη, γεμάτη σπιθοβολιές και γλυκά νοήματα (Myriv) |
- το πλήθος κάτω σού φαινότανε σα χωράφι ανοιξιάτικο που φύτρωσαν παπαρούνες στις ακρογυριές του (EAlexiou) |
- σε πλημμυρίζει έτσι αδόκητα η λύπη η ανοιξιάτικη, πολύ πιο βαθιά και φαρμακερή από τη θλίψη του φθινοπώρου (Tsatsos) |
- poem .. κ' ήτανε | σαν το παλιό, ανοιξιάτικον | ωραίο φιδόντυμά του (Sikel) |
- αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες | σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες (Seferis) |
- πού να 'ναι τώρα | κείνη η αλυσιδίτσα που φορούσες στο λαιμό σου, | που ήταν σα μια χρυσή γραμμούλα γραμμένη με το δάχτυλο μιας ανοιξιάτικης δύσης | στο καμπαναριό μιας αγροτικής εκκλησίτσας; (Ritsos) |
- σα βεντάγιες το μύρο να σκορπίσουν | οι γλυκασμοί οι ανοιξιάτικοι, που πνέουν | στην Eλλάδα τη μοσχοβολημένη | σαν αύρες (Xydis)
[der of ανοιξιάτης w. suff -ικος]
- of the spring, during the spring, or spring like (syn L εαρινός):