Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιξιάτικα1 [aniksjátika] adv
- during spring time, in the spring:
- σπέρνουμε ~ |
- παντρεύτηκε ~
[der of ανοιξιάτικος]
- during spring time, in the spring:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιξιάτικα2 [aniksjátika] τα,
- spring attire, spring dress:
- poem σουριά απ' της Mαύρης Θάλασσας τα μέρη | κυνηγητά μπουκάρουν στο Mπογάζι | της Πόλης και ψαρεύουνται, σα βάζει | τ' ~ η φύση (Mammelis)
[substantiv. n pl of ανοιξιάτικος]
- spring attire, spring dress: