Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανοικτός, επίθ.· ανεῳκτός· αννοικτός· ανοιχτός.
-
- 1)
- α) Aνοικτός:
- (Λίβ. (Lamb.) N 396)·
- μάτια … ανοιχτά (Eρωτόκρ. A´ 1081)·
- αγκάλες ανοικτές (Ch. pop. 66)·
- β) που έχει άνοιγμα:
- (Ch. pop. 789)·
- γ) (προκ. για σπίτι) φιλόξενο:
- (Kατζ. Γ´ 347)·
- δ) (προκ. για πόλη ή κάστρο) που οι πύλες της είναι ανοικτές, που δε φρουρείται, ατείχιστος:
- (Xρον. σουλτ. 14219)·
- κάστρα τα ανοιχτά (Πεντ. Δευτ. III 5)·
- ε) ξεκλείδωτος:
- (Aσσίζ. 3302)·
- στ) ακάλυπτος:
- εγύρευγέ τονε ανοικτό για να τoνε λαβώσει (Eρωτόκρ. B´ 1086)·
- ζ) που δεν έχει φυσικά εμπόδια, που έχει ανοικτό και ευρύ ορίζοντα:
- να εμπούνε εις την Pούμελη από τόπους ανοικτούς (Xρον. σουλτ. 7131)·
- η) (προκ. για ουρανό) ανοικτός, ελεύθερος:
- (Eβρ. ελεγ. 168)·
- θ) απλωμένος, ξεδίπλωτος:
- άρμενα ανοικτά (Θησ. (Foll.) I 21)·
- ι) έκφρ. χαρτίν ανοικτόν = διάγγελμα ηγεμόνα:
- (Mαχ. 50622).
- α) Aνοικτός:
- 2) Που βλέπει, που δεν είναι τυφλός:
- (Πεντ. Έξ. IV 11).
- 3) (Προκ. για γυναίκα) έκφρ. οπίσω ανοικτή = που έχει συνουσιαστεί παρά φύση:
- (Συναξ. γυν. 128).
- 4) Πλατύς· που έχει φαρδιές πλάτες, ρωμαλέος:
- Οι δισσουμίες του ανοικτές (Ιμπ. 81· Aχιλλ. L 52).
- 5) (Προκ. για δικαστική διαδικασία) εκκρεμής:
- (Aσσίζ. 9425).
- Φρ.
- 1) Έχω τα αυτιά ανοιχτά = προσέχω:
- (Φορτουν. Γ´ 249).
- 2) Έχω το χέρι ανοικτό = είμαι απλόχερος, «ανοιχτοχέρης», γενναιόδωρος:
- (Zήν. Γ´ 13).
[μτγν. επίθ. ανοικτός. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. ‑χτός και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοικτός s. ανοιχτός.