Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοικονόμητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοικονόμητος -η -ο [anikonómitos] Ε5 : (προφ.) 1. που δεν μπορούν να τον τακτοποιήσουν, να τον βολέψουν· αβόλευτος. 2. (μτφ.) αφόρητος, ενοχλητικός: ~ άνθρωπος.

[ελνστ. ἀνοικονόμητος `αταχτοποίητος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοικονόμητος, -η, -ο [anikonómitos]
  • ① unaccommodated or unaccommodable (syn αβόλευτος):
    • ανοικονόμητη πραγματικότητα |
    • ανοικονόμητη αντίφαση του Συντάγματος |
    • έλλειμμα ανοικονόμητο, ολοένα μεγάλωνε (Xenop)
  • ② impossible to deal w., unmanageable, intractable (near-syn ανάποδος, δύστροπος, ιδιότροπος, κακότροπος, ανυπόφορος):
    • ανοικονόμητη φάρα |
    • ~ άνθρωπος, χαρακτήρας, σύζυγος, ξένος, άρρωστος |
    • ανοικονόμητη γυναίκα, ανοικονόμητο παιδί |
    • είσαι ~ you are intolerable |
    • είναι ~ he behaves intractably |
    • ανοικονόμητες χερούκλες, ανοικονόμητα πόδια |
    • το ανοικονόμητο κοκκαλιάρικο σώμα |
    • ~ πόνος intractable pain |
    • κάθε άγγιγμα με τα πράγματα του κόσμου καταντούσε μια οδύνη ανοικονόμητη (KPolitis) |
    • ανοικονόμητη ζωή |
    • οι ανοικονόμητοι Έλληνες άρχοντες (Vacalop) |
    • η ψυχή είναι ~ σύντροφος (Apostolakis) |
    • ο Παπαφλέσας ήτανε θύελλα ανοικονόμητη (Melas) |
    • ο Ψυχάρης ήταν βέβαια απόλυτος σε βαθμό που γινόταν ~ σε πολλές λεπτομέρειες (Christidis AK) |
    • είναι σκληρή και αδάμαστη αυτή η ανοικονόμητη καρδιά του ανθρώπου (Papanoutsos) |
    • Σ' επρόσβαλα, ε; Aυτό είναι γιατί έχεις ένα ανοικονόμητο φιλότιμο (Solom)

[fr kath ανοικονόμητος ← K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες