Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοικοκύρευτος -η -ο [anikokíreftos] Ε5 : ANT νοικοκυρεμένος. α. (για πρόσ.) που δε φροντίζει για την τάξη, την τακτοποίηση των πραγμάτων του περιβάλλοντός του (σπιτιού κτλ.)· ακατάστατος: Aνοικοκύρευτη γυναίκα. β. (για πργ.) που δεν τον τακτοποίησαν: Aνοικοκύρευτο σπίτι, ασυγύριστο.
ανοικοκύρευτα ΕΠIΡΡ. [α- 1 νοικοκυρεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοικοκύρευτος, -η, -ο [anikocíreftos]
- ① not well kept, untidy, slovenly (syn ακατάστατος, ant νοικοκυρεμένος):
- χωριό, σπιτικό ανοικοκύρευτο |
- νεκροταφείο ανοικοκύρευτο |
- ανοικοκύρευτο περιβάλλον |
- η γυναίκα άεργη και ανοικοκύρευτη |
- είχε γυναίκα φιλάρεσκη, σπάταλη, ανοικοκύρευτη (Katsigra)
- ② fig unmarried, single (syn ανύπαντρος, εργένης, ant παντρεμένος):
- έμεινε ~
[cpd w. *νοικοκυρευτός (: νοικοκυρεύω, -ομαι)]
- ① not well kept, untidy, slovenly (syn ακατάστατος, ant νοικοκυρεμένος):