Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοητολογία [anoitoloyía] η, (L)
- nonsensical talking:
- η τράπουλα σε ομαλές δόσεις προστατεύει από την κακολογία, την ~, την κενολογία (Palaiologos)
- ⓐ nonsensical utterance (syn μπούρδα)
[fr kath (neol]
- nonsensical talking: