Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοδικός 1 -ή -ό [anoδikós] Ε1 : που αναφέρεται στην άνοδο 1, που κατευθύνεται προς τα πάνω: H ανοδική πορεία της ανθρωπότητας. Ο τιμάριθμος παρουσιάζει ανοδική τάση.
[λόγ. άνοδ(ος) 1 -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοδικός 2 -ή -ό : (φυσ.) που αναφέρεται στην άνοδο 2: Aνοδική οξείδωση.
[λόγ. < αγγλ. anodic < anod(e) = άνοδ(ος) 2 -ic = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοδικός, -ή, -ό [αno∂ikós] (L)
- ① rising, ascending, upward (syn ανερχόμενος, ant κατερχόμενος, καθοδικός):
- ανοδική γραμμή, εξέλιξη, επίδραση των δεικτών τιμών, ευκινησία, κατεύθυνση, περίοδος προόδου, προέκταση |
- ανοδική τάση των βιομηχανικών μετοχών |
- ανοδική φάση (της διαδρομής στην εξέλιξη της Tέχνης) |
- ανοδική φορά |
- ρυθμός ~ |
- ανοδική πορεία της οικονομίας (ανοδική οικονομική πορεία) |
- ανοδική πορεία των εισαγωγών |
- ανοδική πορεία της Δημοκρατίας, του Έθνους, του Γένους, του Eλληνισμού, της Eλληνίδας, του χριστιανού προς τον Θεόν, της Oλυμπιακής Kινήσεως, του ιστορικού "γίγνεσθαι", του πνεύματος, της ανθρωπότητας, του ποιητή |
- ανοδική πορεία προς τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου |
- ανοδική πορεία του ρυθμού αυξήσεως του πληθυσμού μέχρι το 1967
- ⓐ rising, ascending:
- ανοδικό ρεύμα αέρος |
- ανοδική στροφή climbing turn
- ② electr anodic, anode (ant καθοδικός):
- ανοδικό ρεύμα anode current, plate current |
- ανοδικό κύκλωμα anodic circuit, battery tension |
- ανοδική δύναμη lift |
- ανοδική ταχύτητα rate of climb |
- ανοδική μεταφορά convection |
- ανοδική οξίδωση anodic oxidation; anodising |
- ανοδική απώλεια anode dissipation |
- ανοδική επεξεργασία anodising |
- ανοδική κατεργασία anodic treatment |
- ανοδική προστασία anodising (syn L ανοδίωσις) |
- ανοδική τάση plate tension |
- ανοδική χάραξη anodic etching |
- ανοδικές ακτίνες |
- ~ συσσωρευτής anode battery
[fr kath (neol]
- ① rising, ascending, upward (syn ανερχόμενος, ant κατερχόμενος, καθοδικός):