Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοίκιαστος -η -ο [aníkastos] Ε5 : που δεν τον νοίκιασαν ακόμη· ξενοίκιαστος: Tι το κρατάς ανοίκιαστο το σπίτι και δε μου το νοικιάζεις;
[α- 1 νοικιασ- (νοικιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοίκιαστος, -η, -ο [aníkjastos] (& ανοίκιαγος)
- unrented, unlet, untenanted, vacant (syn αμίσθωτος, ξένοικος, ant μισθωμένος, νοικιασμένος):
- χτήμα ανοίκιαστο |
- ανοίκιαστο σπίτι
[fr LMG ανοίκιαστος (Somavera), cpd w. *νοικιαστός (: νοικιάζω); cf kath ανενοικίαστος, cpd w. *ενοικιαστός]
- unrented, unlet, untenanted, vacant (syn αμίσθωτος, ξένοικος, ant μισθωμένος, νοικιασμένος):