Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανοίκειος, επίθ.
-
- Aνάρμοστος:
- (Σφρ., Xρον. 1382).
[μτγν. επίθ. ανοίκειος. H λ. και σήμ.]
- Aνάρμοστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοίκειος -α -ο [aníkios] Ε6 : (λόγ.) που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται γενικά παραδεκτό· ανάρμοστος, απρεπής: Aνοίκεια συμπεριφορά / διαγωγή.
[λόγ. < ελνστ. ἀνοίκειος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοίκειος, -α, -ο [anícios] (L)
- ① unsuitable, improper (syn ακατάλληλος, αταίριαστος, ant κατάλληλος, πρέπων):
- ο κάπως ~ παραλληλισμός του αρκουδιού και του υπαλλήλου (Psathas) |
- προσωπικός αγώνας χωρίς ανοίκειες ιαχές, χωρίς κλαγγές αταίριαστες (Athanas) |
- αδιάκοπες και ανοίκειες επεμβάσεις των Eλλήνων προξένων στα εκπαιδευτικά και τα εκκλησιαστικά ζητήματα (Petsalis) |
- άλλοτε αισθάνονται το κλίμα τούτο το ιστορικό σαν κάτι ανοίκειο και με τη δημιουργική τους φαντασία τείνουν να υπερβούν τα σχήματά του (Papanoutsos) |
- poem τώρα δεν έμεινε τίποτε το ανοίκειον (Kavafis) |
- οι χορευτές που ανάλαφρα πηδούσαν | πάνω στο πλοίο, μιμούμενοι πράξεις τραχιές με ανοίκεια χάρη (Ritsos)
- ② indecorous, unseemly, indecent (syn ανάγωγος, ανάρμοστος, απρεπής):
- η ανοίκεια απάντηση |
- δεν ευκαιρώ για τους τρεις θεούς (FKakridis, ArOrn) |
- ανοίκεια συμπεριφορά |
- ανοίκειοι έρωτες |
- στοχασμοί ανοίκειοι |
- φράσεις ανοίκειες προς το δημόσιο αίσθημα |
- ~ |
- η μαρτυρία κατά συμμαθητή καταδικάζεται συνήθως σαν κάτι ανοίκειο ή και σαν προδοσία (Papanoutsos)
[fr MG ανοίκειος ← K]
- ① unsuitable, improper (syn ακατάλληλος, αταίριαστος, ant κατάλληλος, πρέπων):