Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιόν
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιόν το [anión] Ο52 (συνήθ. πληθ.) : (φυσ.) το ιόν που έχει αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και που κατευθύνεται, κατά την ηλεκτρόλυση, προς την άνοδο. ANT κατιόν.

[λόγ. < αγγλ. anion < αρχ. ἀνιόν ουδ. μεε. του ἄνειμι `ανεβαίνω΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιόν [anión] το, pl ανιόντα τα, (L) electr
  • a negatively charged ion, anion (syn ηλεκτραρνητικόν, ant κατιόν)

[substantiv. n of prp ανιών]

[Λεξικό Κριαρά]
ανιόντες οι.
  • Άμεσοι πρόγονοι:
    • εις ανιόντας, ήγουν πατέραν ή μητέραν (Eλλην. νόμ. 56412).

[αρσ. της μτχ. ενεστ. του αρχ. άνειμι στον πληθ. ως ουσ. (ως επίθ. τον 6. αι., L‑S, λ. άνειμι I6)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιόντες s. ανιών1.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες