Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανιψιός ο [anipsxós] Ο17 θηλ. ανιψιά [anipsxá] Ο24 & ανεψιός ο [anepsxós] Ο17 θηλ. ανεψιά [anepsxá] Ο24 : ο γιος ή η κόρη του αδερφού ή της αδερφής κάποιου: Πήρα τηλέφωνο στον αδερφό μου και το σήκωσε ο ~ μου.
ανιψούλης ο θηλ. ανιψούλα YΠΟKΟΡ. ανεψούλης ο θηλ. ανεψούλα YΠΟKΟΡ. [μσν. ανιψιός, ανιψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός `(πρώτος) ξάδερφος΄, ἀνεψιά `ξαδέρφη΄ με υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] · μσν. ανεψιός, ανεψιά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀνεψιός, ἀνεψιά· ανιψι(ός) -ούλης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)· ανιψούλ(ης) -α· ανεψι(ός) -ούλης (με αποβ.)· ανεψούλ(ης) -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιψιός [anipsjós] ο, (region. & L ανεψιός & ανιψός)
- nephew:
- ο ~ |
- ο κ. Mαυρογένης, ο ανεψιός του οσποδάρου (Petsalis) |
- folks. ο Zίτρος κάνει τη χαρά, χαρά στον ανεψιό του |
- στον ύπνο που κοιμότανε μάνα και θυγατέρα | εβάλανε τον ανεψιό και του 'ριξε τη σφαίρα (IPetropRembetika) |
- πάει στο σπίτι τ' ανεψιού του | κ' ευθύς πέφτει στο σοφά (Solom) |
- θυμούμαι |..| τον άτυχον εκείνον βασιλέα, | που τον εσκότωσεν ο ανεψιός του | για κάτ' ιδανικές του υποψίες (Kavafis)
[fr MG ανεψιός]
- nephew: