Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιψιά1 [anipsjá] η, region.
- the state of being unwashed, esp the face and hands (near-syn απλυσιά, ant νίψιμο)
[fr ανιψία (so dial), this der of άνιψος (so in Kythnos) or άνιφτος or its AG form ἄνιπτος w. suff -σία; cf K νίψις and λοῦσις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιψιά2 [anipsjá] η, (& ανεψιά) pl ανιψιές, ανιψιάδες, ανιψάδες οι,
- niece:
- παρακάλεσε τον άνδρα της ανεψιάς του (Vacalop) |
- είναι άλλοι που σκοτώνονται (make every effort) ν' αποκαταστήσουν τις ανιψάδες τους, τις κουνιάδες τους κλ (Nirvanas) |
- οι ανιψάδες του κρυφοτηρούσανε (Prevelakis)
[fr MG ανεψιά, (Assizes) ανιψιά ← AG ἀνεψιά]
- niece: