Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιψίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανιψίδι [anipsí∂i] το, (also ανεψίδι L Solom, Polylas, Papatsonis, Petsalis)
  • young nephew or niece (syn ανιψάκι):
    • να σου ζήσει το ~ |
    • έχασα το ~ μου που ήτανε στο Nαυτικό, αξιωματικός με το καράβι που βούλιαξε (Nakou) |
    • είχαν κι αυτοί ένα ορφανό ανεψίδι από αδερφή (Petsalis)

[fr MG ανεψίδι ← ανεψίδιν, der of ανεψιός or ανέψιν w. suff -ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες