Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιχνευτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανιχνευτικά [anixneftiká] adv (L)
  • in a searching manner, inquiringly:
    • στην αρχή μπαίνανε μερικοί ντροπαλά και ~. Tι γίνεται εδώ άραγε; (Stratou) |
    • εκοίταζε ~ τον υπουργό

[neol, der of ανιχνευτικός; cf kath ανιχνευτικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες