Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιχνευτικά [anixneftiká] adv (L)
- in a searching manner, inquiringly:
- στην αρχή μπαίνανε μερικοί ντροπαλά και ~. Tι γίνεται εδώ άραγε; (Stratou) |
- εκοίταζε ~ τον υπουργό
[neol, der of ανιχνευτικός; cf kath ανιχνευτικώς]
- in a searching manner, inquiringly: