Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιχνευτής
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιχνευτής ο [anixneftís] Ο7 : α.αυτός που ανιχνεύει και ειδικότερα ο στρατιώτης που έργο του έχει την ανίχνευση μιας εδαφικής περιοχής: Διμοιρία ανιχνευτών. Οι ανιχνευτές μάς ειδοποίησαν ότι ο εχθρός βρισκόταν κοντά. β. συσκευή με την οποία γίνεται ανίχνευση: ~ ραδιενέργειας / μετάλλων / πυρός.

[λόγ. < ελνστ. ἀνιχνευτής]

[Λεξικό Κριαρά]
ανιχνευτής ο.
  • Eξερευνητής:
    • βυθών ανιχνευτής (Bίος Aλ. 4401).

[<ανιχνεύω + κατάλ. τής. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιχνευτής [anixneftís] ο, (L)
  • ① milit & scouting tracker, scout, reconnoiter:
    • περιπολία ανιχνευτών |
    • ένας τσοπάνος ήταν πολύτιμος ~ |
    • τρέχει ένας ~ ν' αναφέρει στο τάγμα την κατάληψη του υψώματος (id.) |
    • παν οι ανιχνευτές να κατασκοπεύσουν την κατάσταση (Roufos) |
    • οι ανιχνευτές του ξέκριναν μιαν εχθική φάλαγγα που βάδιζε προς το K. (Terzakis)
  • ⓐ fig scout:
    • εδώ χρειάζεται ειδικός ~ |
    • την Kούλα την είχε πρόσκοπο κι ανιχνευτή (Xenop) |
    • poem κ' οι γλάροι, αιθέριοι ανιχνευτές, τους αρμαλούς ματιάζουν (Mammelis)
  • ⓑ fig observer, student:
    • τι συγγραφέας! ένας έμπειρος ψυχικός ανατόμος, ένας μεγάλος ~ |
    • οι σύγχρονοι ανιχνευτές της εθνικής μας ζωής, οι δημοσιογράφοι, οι φωτορεπόρτερς κ' οι κινηματογραφιστές |
    • ο ποιητής σαν προσωπικός ~
  • ② device to detect, detector:
    • ~ |
    • ~ ναρκών mine detector |
    • ~ αερίων |
    • τα τεστ των ανιχνευτών ψεύδους |
    • ~ |
    • ~ υγείας health monitor

[fr kath ανιχνευτής ← ανιχνευτής 'investigator' PatrG (Hieronymous Strid., +419), der of ἀνιχνεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες