Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανισότροπος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανισότροπος, -η, -ο [anisótropos] (L)
  • anisotropic(al) (ant isotropic):
    • statist ανισότροπες κατανομές anisotropic distributions |
    • στον μεσαίωνα ο θεωρητικός χώρος εθεωρείτο ~

[neol, cpd w. ισότροπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες