Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισότροπος, -η, -ο [anisótropos] (L)
- anisotropic(al) (ant isotropic):
- statist ανισότροπες κατανομές anisotropic distributions |
- στον μεσαίωνα ο θεωρητικός χώρος εθεωρείτο ~
[neol, cpd w. ισότροπος]
- anisotropic(al) (ant isotropic):