Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανισόπλευρος -η -ο [anisóplevros] Ε5 : (για επίπεδα ή στερεά σχήματα) που δεν έχει ίσες όλες του τις πλευρές. ANT ισόπλευρος: Aνισόπλευρο τρίγωνο, σκαληνό.
[λόγ. < αρχ. ἀνισόπλευρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισόπλευρος, -η, -ο [anisóplevros] (L)
- of unequal sides, unequilateral (ant ισόπλευρος):
- ανισόπλευρο τρίγωνο unequilateral triangle
[fr kath ανισόπλευρος, cpd w. ισόπλευρος]
- of unequal sides, unequilateral (ant ισόπλευρος):