Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανισόμετρος -η -ο [anisómetros] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία: Aνισόμετρη βιομηχανική ανάπτυξη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνισόμετρος `όχι ανάλογος προς΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισόμετρος, -η, -ο [anisómetros]
- unsymmetrical (syn ασύμμετρος, δυσανάλογος, ant ισόμετρος, σύμμετρος):
- το παρθενικό βλαστάρι ήταν ως πέρσι τόσο αγίνωτο κι ανισόμετρο (Xenop)
[fr kath ανισόμετρος ← LK (Aretaeus) ἀνισόμετρος, cpd w. AG ἰσόμετρος (4th c. BC)]
- unsymmetrical (syn ασύμμετρος, δυσανάλογος, ant ισόμετρος, σύμμετρος):