Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιστόρητος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιστόρητος -η -ο [anistóritos] Ε5 : 1.που δεν έχει την αναγκαία γνώση της ιστορίας. || (για σκέψη κτλ.) που δεν πηγάζει (ενώ θα έπρεπε) από γνώση της ιστορίας, που δείχνει άγνοια ή κακή γνώση της ιστορίας: Aνιστόρητες απόψεις. Aνιστόρητα επιχειρήματα. 2. που δεν τον εξιστόρησαν ή δεν μπορούν να τον εξιστορήσουν· αδιήγητος. 3. (ειδικότ., για χριστιανικό ναό κτλ.) που δεν τον διακόσμησαν με τοιχογραφίες: ~ νάρθηκας.

[1: λόγ. < ελνστ. ἀνιστόρητος· 2: αν- (δες α- 1) ιστορη- (ιστορώ)1 -τος· 3: αν- (δες α- 1) ιστορη- (ιστορώ)2 -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιστόρητος1 [anistóritos] ο, (L)
  • one ignorant of history, person historically uneducated:
    • η Aμερική δεν είναι δημιούργημα τυχοδιωκτών, όπως καμιά φορά λέγουν μερικοί ανόητοι και ανιστόρητοι, είναι έργο και δημιούργημα ανθρώπων της μέσης αστικής τάξεως (Theodorakop) |
    • όλα τ' άλλα εκθειάζονται σήμερα από ανιστορήτους (id.)

[substantiv. m of ανιστόρητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιστόρητος2, -η, -ο [anistóritos] (L)
  • ① unrecorded by history (syn αμνημόνευτος από την ιστορία, ant ιστορημένος):
    • ~ |
    • για πρώτη φορά στα ιστορημένα και στ' ανιστόρητα ίσως χρόνια πασχίζει να ζήσει δίχως θεό (Terzakis) |
    • ένας βράχος κατρακυλισμένος εκεί από χρόνια ~ (Petsalis)
  • ⓐ uninformed or uneducated by history, ignorant of history (syn ανίδεος από ιστορία):
    • ο ~ |
    • ανιστόρητη ζωή, ανιστόρητες ζωές |
    • λαοί με ανιστόρητη ψυχή |
    • ανιστόρητη αντίληψη, κρίση, κριτική, σοφία, τοποθέτηση |
    • οι επαΐοντες τον κρίνουν ανιστόρητο |
    • κακή απόφαση ενός ανιστόρητου Δημοτικού Συμβουλίου |
    • ο ~ |
    • poem ω αυγές των ανιστόρητων ψυχών, των άγριων τόπων! (Palam)
  • ⓑ owing to ignorance of history:
    • ανιστόρητη μίμηση |
    • ανιστόρητες καινοτομίες |
    • δεν υποπέσαμε στο ανιστόρητο σφάλμα να μελετήσομε την ελληνική ζωή ανεξάρτητα από τους Tούρκους (Merlier)
  • ② not painted or decorated w. holy pictures, unhistoriated (syn αζωγράφιστος, ant ιστορημένος):
    • ~

[fr MG, PatrG← K ἀνιστόρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιστόρητος3, -η, -ο [anistóritos] (L)
  • untellable, inexpressible, indescribable (syn ανείπωτος, ανιστόριστος, L ανεκδιήγητος, απερίγραπτος):
    • θαύμα ανιστόρητο! |
    • ανιστόρητο έγκλημα |
    • ανιστόρητα παθήματα |
    • πλούτη ανιστόρητα (KPasagiannis) |
    • είναι ~ |
    • η ανιστόρητη περιπέτεια του Γένους (Myriv) |
    • προσπάθεια ανιστόρητη (Zalokostas) |
    • ετούτο το πανόραμα τ' ανιστόρητο (Andronikos) |
    • τ' ανιστόρητα απαίσια γιγαντιαία ερπετά (Mourelos) |
    • η ανιστόρητη μέθη από την οποία κατέχεται τον εμποδίζει να δει την πραγματικότητα (Theodorakop) |
    • poem κ' η ζήση σαν πηγή δροσολαλούσα | μουρμούριζέ μας ανιστόρητους ευτυχισμούς (Voutieridis)

[fr ανιστόρητος instead of *ανανιστόρητος or w. shifted accent for negation fr *ανιστορητός (ανιστορώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες