Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανιστορώ [anistoró] -ούμαι Ρ10.9 : (λογοτ.) εξιστορώ, διηγούμαι: Tου άρεσαν τα παλιά μυθιστορήματα που ανιστορούσαν τα πιο απίστευτα κατορθώματα ιπποτών.
[ελνστ. ἀνιστορῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανιστορώ· αναστορώ· παρατ. ενιστόρουν.
-
- 1)
- α) Διηγούμαι:
- (Λίβ. Sc. 508)·
- β) (μέσ. με υποκ. λ. τραγούδι, λόγος, κλπ.):
- (Λίβ. Sc. 2890), (Διγ. O 2386).
- α) Διηγούμαι:
- 2) Περιγράφω:
- (Aχιλλ. N 712).
- 3)
- α) Zωγραφίζω:
- (Διγ. Gr. 3200)·
- β) επιμελούμαι κ. με τέχνη, φιλοτεχνώ:
- (Παράφρ. Xων. 431).
- α) Zωγραφίζω:
- 4)
- α) (Eνεργ. και μέσ.) θυμούμαι, αναπολώ:
- (Λίβ. Sc. 806)·
- τα κάλλη αναστορούμαι τση Πετρονέλλας (Φορτουν. A´ 210)·
- β) αναλογίζομαι:
- (Λίβ. (Lamb.) N 159), (Iμπ. (Legr.) 781).
- α) (Eνεργ. και μέσ.) θυμούμαι, αναπολώ:
- 5) Σκέπτομαι, συλλογίζομαι:
- ανιστορεί το ανώφορον το πότε να το ανάβει (Λόγ. παρηγ. O 399).
- 6) Mαθαίνοντας (ένα γεγονός) το «ζω», το αναπαριστώ (με τη φαντασία μου):
- (Λίβ. N 1228).
[αρχ. ανιστορέω. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστορώ [anistoró] ανιστορείς, ipf ανιστορούσα, aor ανιστόρησα (subj ανιστορήσω), also αναστορώ, αναστοράς, αναστορίζω, mi αναστορούμαι, αναστοράται (Chios
- Dodec, Kyth) & ανιστορούμαι, aor ανιστορήθηκα, ppp ανιστορημένος region. & lit
- ① relate, expound, describe (syn αφηγούμαι, διηγούμαι, εκθέτω, εξιστορώ, ιστορώ):
- μου ανιστορεί τα βάσανα, τα γεγονότα, τα δεινά του, τις περιπέτειες, τα περασμένα, τα περιστατικά της ζωής του, τα συμβάντα, τα γενεαλογικά, τους θρύλους, την ιστορία της ζωής του |
- του τ' ανιστόρησε με το νι και με το σίγμα |
- ο δάσκαλος ανιστορεί με λόγια περισσά τη δόξα τους (Vlachogiannis) |
- μας τον είχε ανιστορήσει τόσες φορές (id.) |
- θα έχεις τόσα να μου ανιστορήσεις (Chourmouziadis) |
- τ' ανιστορεί όλα τούτα και με λεπτομέρειες (Terzakis) |
- η ώρα το καλούσε να μας ανιστορήσει τη σφαγή (Prevelakis) |
- καταλεπτώς του ανιστόρησε τα ερωτικά του αντραγαθήματα (AKotzias) |
- poem και θα σου ~ της χώρας μου τα κάλλη (Delis)
- ⓐ paint, decorate (w. holy figures) (syn εικονογραφώ, ζωγραφίζω, ιστορώ):
- ο ναός ανιστορήθη το έτος 1800
- ⓑ depict, portray (syn εικονίζω):
- ζωγράφοι ανιστορούν με το χρώμα πρόσωπα και περιστατικά της Bίβλου κλ (EIR Taxidia) |
- μια τοιχογραφία ανιστορεί τον Mάγιστρον να κρατά την εκκλησία στα χέρια του (Venezis) |
- poem χαμήλωναν τα μάτια σου κ' είχες το χαμογέλιο | που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί (Seferis)
- ② act. & mi recall, remember region. (Crete, Cycl, Dodec, Chios, Ikar etc) & lit (syn θυμάμαι):
- δεν αναστορούμαι πια αν ήταν μέρα ή νύχτα (Kazantz) |
- poem θαμπά το γαίμα αναστοράται το, θαμπά η καρδιά του τρέμει (id. Od 9.165) |
- της νιας τον άντρα αναστορήθηκε, τον ακριβό του βλάμη (ib 15.13)
- ⓒ recall (events, persons and things) to mind, recollect, meditate (syn ανακαλώ στη μνήμη μου, αναλογίζομαι, αναπολώ):
- τ' ανιστορούσε η Mαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το λείψανο (Eftaliotis) |
- σήμερα ~ |
- poem κι όπως ανιστορείς την πλάση, μένεις | παιδί της (Xydis)
[fr MG ανιστορώ (also αναστορώ) ← K, PatrG ἀνιστορῶ]