Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανισοσκελής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισοσκελής -ής -ές [anisoskelís] Ε10 : που δεν έχει ίσα σκέλη (πλευρές, μέρη): Aνισοσκελές τρίγωνο. ANT ισοσκελές. ~ προϋπολογισμός, μη ισοσκελισμένος.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισοσκελής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανισοσκελής, -ής, -ές [anisoscelís] (L)
  • ① of unequal legs, unequilateral, not isosceles (ant ισοσκελής):
    • ανισοσκελές τρίγωνο unequilateral triangle |
    • ~
  • ② unbalanced (ant ισοσκελισμένος):
    • οι προϋπολογισμοί του Kράτους είναι ανισοσκελείς
  • ⓐ fig unbalanced:
    • η σημερινή ~ |
    • γυμνάσια κατά εκατοντάδες και ελάχιστα επαγγελματικά σχολεία (Papanoutsos, adapted)

[fr kath ανισοσκελής, cpd w. σκέλος, as ισοσκελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες