Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανισοπέδωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισοπέδωτος -η -ο [anisopéδotos] Ε5 : που δεν έχει ισοπεδωθεί, που δεν τον έχουν ισοπεδώσει.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ισοπε δω- (δες ισοπεδώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανισοπέδωτος, -η, -ο [anisopé∂otos] (L)
  • ① unleveled (of ground, roads etc) (ant ισοπεδωμένος):
    • ~
  • ② fig uneven, irregular:
    • η ενότητα αδύνατη στην πραγματικότητα γιατί μας εμφανίζεται διάτρητη από ανισοπέδωτες προεξοχές (Chourmouzios)

[fr kath ανισοπέδωτος, cpd w. ισοπεδωτός, as proved by der ισοπεδωτ-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες