Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιλίνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιλίνη η [anilíni] Ο30 : χημική ουσία που τη χρησιμοποιούν κυρίως για την παρασκευή χρωμάτων: Xρώματα ανιλίνης.

[λόγ. < γαλλ. anil(ine) -ίνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιλίνη [anilíni] η, (L) chem
  • aniline:
    • χρώματα ανιλίνης aniline dyes

[neol (Koumanoudis) fr Fr aniline; cf Eng aniline, anilin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες