Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανικανότητα η [anikanótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανίκανου. 1. η έλλειψη ικανότητας ή ικανοτήτων: H ~ της πολιτικής ηγεσίας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. H ~ των διευθυντικών στελεχών οδήγησε την επιχείρηση στη χρεοκοπία. 2. η ακαταλληλότητα για μια υπηρεσία ή εργασία (στρατός, εκπαίδευση κ.ά.) εξαιτίας σωματικού ελαττώματος ή αρρώστιας: Mερική / ολική ~. 3. (ιατρ., για άντρα) η έλλειψη ικανότητας για ερωτική πράξη εξαιτίας σωματικής ατέλειας ή ψυχολογικών προβλημάτων. 4. (νομ.) η έλλειψη προϋποθέσεων για δικαιοπραξία (γάμο, εταιρεία, υιοθεσία κτλ.).
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀνικανότης, αιτ. -ητα· 3: σημδ. γαλλ. impuissance· 4: σημδ. γαλλ. incapacité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανικανότητα [anikanótita] η, (& kath ανικανότης) gen ανικανότητος
- ① lack of skill or efficiency, inability, non-ability, incapability, inefficiency, ineptness, unfitness, incompetence (ant αξιοσύνη, ικανότητα):
- σωματική και βουλητική ~ |
- δική του ~ να προβλέψει τις συνέπειες της εκδήλωσης που αποφάσιζαν |
- η ~ ν' αντιληφθούν τις πραγματικές καταστάσεις |
- ~ να προλαβαίνουν τις καταστροφές |
- ~ και φαυλότητα των πολιτικών |
- ~ της κυβερνήσεως |
- ~ των αρχόντων |
- ~ για διαχείριση |
- η ανικανότητά τους να συλλάβουν τις αντιφάσεις που κατεργάζονται τα νέα σχήματα (Panagiotop) |
- έμφυτη ~ |
- είναι χαρακτηριστική η ανικανότητά του στη σύλληψη της εμορφιάς (Dimaras) |
- ~ |
- ο άνθρωπος διακηρύττει την ανικανότητά του να εισδύσει μέσα στα πράγματα με μόνη την προσπάθεια του Λόγου του (Papanoutsos) |
- ικανότητα ή ~ |
- η δημιουργική ~ των ιστοριοκρατών προέρχεται από έλλειψη φαντασίας (id.) |
- ~ του Kράτους ν' αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας (Angelop) |
- στην ~ του λυρισμού ν' ανανεωθεί καταντούσε με την μίμηση κλ κοινός τόπος (Chatzinis) |
- η ~ της εποχής μας να κτίσει κοινωνία, όπως έκτισαν οι Έλληνες, οι Pωμαίοι κλ (Theodorakop) |
- ~ του φιλολόγου να συλλάβει το βαθύ νόημα της κλασικής παιδείας (Kakridis)
- ⓐ milit etc unfitness (syn ακαταλληλότητα, ant καταλληλότητα):
- ~
- ② invalidity, infirmity, incapacity, disability:
- κίνδυνοι ανικανότητας |
- εισόδημα ανικανότητος (or ανικανότητας) |
- πολλά νοσήματα κληρονομικά φέρνουν ανικανότητες ασήμαντες (Saratsis)
- ⓑ incapacitation:
- η αύξουσα ~ |
- ~ για εργασία incapacitation for work |
- η ~ ατόμου σε δικαιοπραξία (Christidis AK) |
- ~ του αγρολήπτη να καλλιεργήσει (ib)
- ③ med impotence (syn L αναφροδισία):
- ανικανότης παραγωγής |
- σεξουαλική ~ |
- ανδρική ~ |
- ο άνδρας παθαίνει ~ και η γυναίκα ψυχρότητα |
- στον άνδρα παρατηρείται ένα ποσοστό ανικανότητας |
- κάθε σύζυγος μπορεί να ζητήσει διαζύγιο για ~ του άλλου σε συνουσία (Christidis AK) |
- η ~ του οργασμού κάποτε είναι αποτέλεσμα βιοκαταλυτικής γεννητικής ανωμαλίας ή κάποιας ελαττωμένης γενετησιακής ορμής απέναντι σ' ένα συγκεκριμένο γενετησιακό σύντροφο (Louros)
[fr kath ανικανότης ← MG, PatrG ἀνικανότης 'insufficiency' (4th c. AD; cf syn pap ἀνικανία (8th c. AD)]
- ① lack of skill or efficiency, inability, non-ability, incapability, inefficiency, ineptness, unfitness, incompetence (ant αξιοσύνη, ικανότητα):