Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανικανοποίητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανικανοποίητος -η -ο [anikanopíitos] Ε5 : ANT ικανοποιημένος. 1. που δεν έχει (ή που δεν μπόρεσε να) εκπληρωθεί, ικανοποιηθεί: Aνικανοποίητοι πόθοι. Aνικανοποίητες επιθυμίες. Aνικανοποίητα αιτήματα. Έμεινε με ανικανοποίητο το αίσθημα της δικαιοσύνης. 2α. (για πρόσ.) που δε μένει ευχαριστημένος. β. που είναι άπληστος, ακόρεστος: Aνικανοποίητες ορέξεις. 3. που δεν αποζημιώθηκε για υλική ή ηθική βλάβη: H προσβολή δε θα μείνει ανικανοποίητη.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ικανοποιη- (ικανοποιώ) -τος μτφρδ. γαλλ. insatisfait]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανικανοποίητος1 [anikanopíitos] ο, (L)
  • unsatisfied, ungratified or discontented person (ant ικανοποιημένος):
    • είναι πάντα ο ~ |
    • οι ανικανοποίητοι του καιρού μας |
    • άλλοτε υπήρχαν οι ανικανοποίητοι από αρρωστημένη ευαισθησία (Panagiotop) |
    • οι εραστές του απόλυτου είναι οι αιώνια ανικανοποίητοι, εκείνοι που τα θέλουν όλα ή τίποτε (id.) |
    • επιθετικοί είναι οι ανικανοποίητοι απέναντι στους ολιγαρκείς (Papanoutsos) |
    • τα συνηθισμένα όπλα των ανικανοποίητων ή των δυσαρεστημένων είναι η βία και το περίπαιγμα (Dimaras)

[substantiv. n of ανικανοποίητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανικανοποίητος2, -η, -ο [anikanopíitos] (L)
  • ① unsatisfied, ungratified, discontented (ant ικανοποιημένος):
    • ~ άνθρωπος, σύντροφος |
    • ~ εγωισμός, έρωτας, καημός, πόθος, σεξουαλισμός |
    • ανικανοποίητη γυναίκα, νιότη, προσωπικότητα, ψυχή |
    • ανικανοποίητη αγάπη, αμφιβολία, ανάγκη, ανησυχία, απορία, επιθυμία, ευαισθησία, ζωή, νοσταλγία |
    • ανικανοποίητο ιδανικό, πνεύμα, στοιχείο |
    • ανικανοποίητα ένστικτα |
    • ανικανοποίητη ανθρώπινη καρδιά unsated human heart |
    • ανικανοποίητη δίψα της σάρκας |
    • ανικανοποίητη έφεση για περιπλάνηση και περιπέτεια |
    • ανικανοποίητη, ασίγαστη αναζήτηση απολαύσεων |
    • η έρευνα τον άφησε ανικανοποίητο |
    • έμεινε ~ |
    • ο αναγνώστης έμεινε απορημένος και ~ |
    • οι σχολιαστές είναι ανικανοποίητοι από την ερμηνεία |
    • μέσα του βρίσκεται ο πιο δύσκολος κριτής, ο πιο ~ |
    • ο χριστιανισμός έκαμε τον άνθρωπο ανικανοποίητο και ανήσυχο (KParaschos) |
    • φιλονικούν για τον Όμηρο, γίνονται λεπτολόγοι, ερευνητικοί, ανικανοποίητοι (Panagiotop) |
    • τότε σκόρπισε κι ο κόσμος, ~, βαργεστημένος (Petsalis) |
    • ανικανοποίητοι από τους τύπους θέλουν να εμβαθύνουν και στην ουσία (Palaiologos) |
    • τους παίρνει μαζί του το σκοτάδι της νύχτας, μόνους, ανικανοποίητους, χωρίς καν την ευχαρίστηση και την παρηγοριά πως έκαμαν το καθήκον τους (PGlezos) |
    • ~, ηφαιστειώδης, απροσάρμοστος, στάθηκε πάντα αντιμέτωπος της αυθαιρεσίας, τιμητής των αρχόντων (Melas) |
    • poem τα πάντα, όπως και να 'σαν, χλωμοί ανικανοποίητοι θα φεύγαμε ξανά (Ritsos) |
    • τον ανικανοποίητον πόθο | που είχα για σένα, ωραία γυναίκα (Skipis)
  • ② not having received payment, unpaid:
    • ~ |
    • ο χρεωμένος νοικοκύρης παρακάλεσε την Παρθένα να του γλυτώσει το σπίτι από τον ανικανοποίητο δανειστή (Karagatsis)
  • ⓐ unsettled, unpaid:
    • ανικανοποίητα γραμμάτια, χρέη

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανικανοποίητος, cpd w. *ικανοποιητός (: ικανοποιώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες