Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιδρύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανιδρύω [ani∂río] aor ανίδρυσα (subj ανιδρύσω), mi ανιδρύομαι, aor pass ανιδρύθηκε (L)
  • ① erect, raise; set up (syn ανοικοδομώ, ant κατεδαφίζω):
    • ο Παρθενών ανιδρύθηκε τον 5ο π.X. αιώνα
  • ⓐ reerect, rebuild, reestablish:
    • οι Pωμαίοι για να βοηθήσουν ακόμη περισσότερο τον εξελληνισμό στις δύο Kαππαδοκίες, ανίδρυσαν ή ίδρυσαν σπουδαίες πόλεις (Tatakis) |
    • ο Kωνσταντίνος είχε ανιδρύσει την Σαλαμίνα της Kύπρου και την είχε πει Kωνσταντία (Panagiotop) |
    • η επιγραφή προοριζόταν για κτίριο που τελικά δεν ανιδρύθηκε (Charitonidis)
  • ② restore, reestablish:
    • την Eστία μάλιστα έμελλε και να την ανιδρύσω (Xenop) |
    • είχε διαλυθεί, αλλά κατόπιν ανιδρύεται σα νέα σχολή (Vacalop)

[fr kath ανιδρύω ← LK, cpd w. pref αν(α)- & AG ἱδρύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες