Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιδιοτελώς [ani∂iotelós] adv (L)
- in a disinterested way, selflessly (syn με ανιδιοτέλεια, ant ιδιοτελώς):
- έπραξε, μίλησε, φέρθηκε ~ |
- ~ αφοσιωμένος |
- αλήθεια ως γνώση δεν υπάρχει, αν ο νους δεν θεωρήσει αυτός καθ' εαυτόν, ~ δηλαδή για να βρει την αλήθεια (Tatakis) |
- poem ~ σε ενθυμούμεθα | με τα μεγάλα μάτια σου | γεμάτα φως κι αγάπη (Siotis)
[fr kath ανιδιοτελώς (Koumanoudis), der of ανιδιοτελής2]
- in a disinterested way, selflessly (syn με ανιδιοτέλεια, ant ιδιοτελώς):