Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανιαρότητα η [aniarótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανιαρού: H ~ της ομιλίας του κοίμισε τους ακροατές.
[λόγ. ανιαρ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιαρότητα [anjarótita] η, (L)
- dullness, tediousness, boredom (syn in ανία):
- η ~ του λόγου, της ζωής |
- ο υπότιτλος σπάει κάπως την ~ |
- ένοιωθε κατάβαθα όλη την ~ της περίστασης (Georgiadis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανιαρότης, der of ανιαρός]
- dullness, tediousness, boredom (syn in ανία):