Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθότυρο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθότυρο το [anθótiro] Ο41 : είδος μαλακού, ανάλατου τυριού.

[λόγ. επίδρ. στο αθότυρο < αθ(ός δες στο ανθός) -ο- + τυρ(ί) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθότυρο [anθótiro] το, s. ανθοτύρι
:
  • έφαγε ψωμί κ' ελιές και λίγο ~ (Petsalis) |
  • αγαπούσε το ολόπαχο ~ του τόπου μας (Glezos)

[fr MG ανθότυρο (bes αθό-), cpd of άνθος & τυρί]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθότυρον το· αθότυρον.
  • Eίδος μυζήθρας:
    • (Προδρ. IV 211 χφ P κριτ. υπ).

[<ουσ. άνθος + τυρί(ν). O τ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (ο). H λ. τον 11.-12. αι. (LBG) και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθότυρος [anθótiros] ο, (& αθότυρος) region.
  • ① cream cheese, Crete:
    • στ' όνειρό τους είδανε να βγαίνει αληθινή η μαντινάδα που θέλει τη θάλασσα κρασί και τα βουνά αθοτύρους (Prevelakis) |
    • poem κ' έρθουν στη χώρα οι τυροκόμοι μου με ανθότυρους, μυζήθρες (Kazantz)
  • ② soft cheese made fr the albumin of whey (syn μυζήθρα)

[cpd of ανθός & kath τυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες