Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθόστρωτος -η -ο [anθóstrotos] Ε5 : 1.που είναι στρωμένος με λουλούδια: Οι δρόμοι, απ΄ όπου περνούσε η πομπή, ήταν ανθόστρωτοι. 2. (μτφ.) εύκολος, χωρίς εμπόδια, δυσκολίες: Ο δρόμος για την ειρήνη δεν είναι ~.
[λόγ. ανθο- + -στρωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθόστρωτος, -η, -ο [anθóstrotos] s. ανθοστρωμένος
- :
- ~ δρόμος |
- ανθόστρωτη αυλή, γωνιά
- ⓐ fig happy blissful (syn ανθόσπαρτος 1b, ευτυχισμένος):
- ανθόστρωτη ζωή |
- phr βίος ~ happy life (syn phr βίος ανθόσπαρτος)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθόστρωτος, cpd of άνθος & combin. form -στρωτος; cf πλακόστρωτος etc]