Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθόσπαρτος -η -ο [anθóspartos] Ε5 : 1.που είναι σπαρμένος, γεμάτος με άνθη: Aνθόσπαρτες πεδιάδες / εκτάσεις. 2. (μτφ.) χαρούμενος, ευτυχισμένος: ~ βίος / δρόμος. (ευχή) (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν), σε νιόπαντρους.
[λόγ. ανθο- + σπαρτ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. semé de fleurs]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθόσπαρτος, -η, -ο [anθóspartos] s. ανθοσπαρμένος
- :
- ~ δρόμος, κάμπος, κήπος |
- ανθόσπαρτη γωνιά |
- ανθόσπαρτο περιβόλι |
- συλλογίστηκε τα μικρά παιδιά της πατρίδας του στ' ανθόσπαρτα λιβάδια (Theotokas) |
- η άγρια ασκητική έπαιρνε εδώ, στους ανθόσπαρτους λόφους της Kνωσού, το πραγματικό της βάρος (Venezis) |
- τ' ασπροβαμμένα σπίτια έχουν ανθόσπαρτες αυλές (Varelas) |
- poem φεύγουν οι ώρες στάζοντας μιαν ευωδία | κι ανθόσπαρτοι ξυπνούνε οι κάμποι (Malakasis)
- ⓐ fig happy, blissful (syn ανθόστρωτος 1b, ευτυχισμένος):
- phr βίο ανθόσπαρτο! (wish) have a happy life! |
- απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης κατά βούληση ζωής, που θα 'ναι έτσι ανθόσπαρτη σ' όλη της τη διαδρομή (Katsigra) |
- δύο νέοι άνθρωποι, ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, ενωμένοι, βλέπουν όλη τη ζωή ν' απλώνεται μπροστά τους ανθόσπαρτη (Sporidis)
[cpd of άνθος & σπαρτός]