Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθόνερο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθόνερο το [anθónero] Ο41 : το απόσταγμα που παράγεται από άνθη ή από φύλλα αρωματικών φυτών.

[λόγ. επίδρ. στο αθόνερο < αθ(ός δες στο ανθός) -ο- + νερ(ό) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθόνερο [anθónero] το,
  • orange-flower water, rose water:
    • την περιχά με ~ που το είχε μαζί του κι αυτή μισοανοίγει τα μάτια της (Eftaliotis) |
    • πρέπει να πλένουν με ~ το βρωμόστομά τους και κατόπι να πάρουνε στη γλώσσα τους τ' όνομα της Γεωργίας μου (Myriv) |
    • οι σκόρπιοι ποδοπατημένοι λεμονανθοί γιομώνουν τον αγέρα με μυρωδιά ανθόνερου και σαπίλας (Kazantz) |
    • η μανούλα σου είχε πλύνει την όψη σου με ~ (Athanasiadis-N) |
    • folks. σηκώσου κερά νύφη μου, ~ να ραίνεις, | τα ρούχα του γαμβρού φορείς, κι ώρα 'ναι πια να πηαίνεις (DPetrop) |
    • poem στάσου με τ' ~ | την όψη σου να πλύνω (Palam) |
    • ροδόνερο έχουμε για σε κι ~ (Sikel) |
    • ας χύνουν δάκρυα | τα θλιμμένα της αστέρια, | όσα χύνει αυτός ανθόνερα | στο κεφάλι και στα χέρια (Markoras) |
    • κ' η βάγια ξεφωνάει κι ~ με τρόπο τον ραντίζει (Kazantz Od 14.198) |
    • είχαν ραντίσει μ' ~ την αίθουσα, | μιλούσαν απ' τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε (Ritsos)

[cpd of άνθος & νερό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες