Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθόκηπος ο [anθókipos] Ο20 : χώρος (κήπος ή θερμοκήπιο), όπου καλλιεργούνται με συστηματικό τρόπο διακοσμητικά φυτά.
[λόγ. ανθο- + κήπος μτφρδ. γερμ.(;) Blumengarten]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθόκηπος [anθócipos] ο, (L)
- flower garden (syn λουλουδόκηπος):
- δενδρόκηποι και ανθόκηποι |
- η πολιτεία δείχνει σαν ~ απομακριά |
- τον γνώρισα σ' ένα παγκάκι του ανθόκηπου |
- απέραντοι ανθόκηποι σ' όλο το μάκρος του δρόμου, από τη μια κι από την άλλη (Myriv) |
- σ' ένα σχολικό ανθόκηπο και λαχανόκηπο μπορούν να εργάζονται όλα τα παιδιά μαζί για ένα σκοπό (Delmouzos) |
- ο ~, μπροστά στο σπίτι, γέμισε αγριάδα (KPolitis) |
- ο τόπος είναι καταπράσινος, γεμάτος καπνοτόπια, λιοστάσια, λαχανόκηπους, ανθόκηπους (Panagiotop) |
- μετέβαλαν την έρημο σε ανθόκηπο, φύτεψαν λουλούδια, βρήκαν πηγές ιαματικές (Palaiologos) |
- poem κι αν για τον ίδιο ανθόκηπο γυρνάν τα καλοκαίρια, | μα για την ίδια τη ζωή δεν ξανανθούν τα νιάτα (Palam)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθόκηπος, cpd of άνθος & κήπος]
- flower garden (syn λουλουδόκηπος):