Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθόγαλα το [anθóγala] Ο49 (κυρ. στην ονομ. και αιτ. εν.) & ανθόγαλο το [anθóγalo] Ο41 : λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος· καϊμάκι1α, αφρόγαλα.
[λόγ. επίδρ. στο αθόγαλα < αθ(ός δες στο ανθός) -ο- + γάλα· ανθόγαλ(α) μεταπλ. -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθόγαλα [anθóγala] το, (L)
- cream, whipping cream (syn ανθόγαλο, αφρόγαλα, καϊμάκι, τσίπα):
- το γάλα σήμερα έκανε πολύ ~ |
- το αφρόγαλα ή ~ ή αφρόκρεμα γίνεται άμα αφήσετε το γάλα λίγη ώρα και ανέβει στην επιφάνεια το βούτυρό του (Saratsis) |
- με ασβέστη έχουν ασπρίσει το κονάκι ή με ~; (Athanasiadis-N) |
- ετούτες ζούνε σαν τις νεράιδες, θρέφουνται μ' ~ και κάντιο (GPhilippou-P) |
- ζύμωσαν με ζάχαρη κι ~ κάθε λογής ψωμιά και του τα 'φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει (Loukatos)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθόγαλα, cpd of άνθος & γάλα; cf ανθόγαλο]
- cream, whipping cream (syn ανθόγαλο, αφρόγαλα, καϊμάκι, τσίπα):