Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθυποσμηναγός ο [anθipozminaγós] Ο17 : (στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υποσμηναγό, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υποσμηναγός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθυποσμηναγός [anθipozminaγós] ο,
- second lieutenant in the air corps:
- ήταν ~ πιλότος και σήμερα, μαζί με άλλα πέντε αγγλικά βομβαρδιστικά, χτύπησαν το βεράτι (ChZalokostas)
[fr kath ανθυποσμηναγός, cpd w. σμηναγός 'first lieutenant']
- second lieutenant in the air corps: