Combined Search
20 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανθυποβρυχιακός -ή -ό [anθipovrixiakós] Ε1 : που χρησιμοποιείται κατά των υποβρυχίων: Aνθυποβρυχιακά σκάφη / δίχτυα. Aνθυποβρυχιακή βόμβα / άμυνα.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υποβρύχι(ον) -ακός μτφρδ. αγγλ. anti-submarine ή γαλλ. anti-sous-marin]
- ανθυποβρυχιακός, -ή, -ό [anθipovri] naut
- anti-submarine:
- ~ |
- ανθυποβρυχιακή άμυνα |
- ανθυποβρυχιακή βόμβα |
- ανθυποβρυχιακή έρευνα, κορβέτα, νάρκη, περιπολία, σχολή |
- ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις |
- ανθυποβρυχιακό βλήμα, δίκτυο, σκάφος, φράγμα |
- ανθυποβρυχιακό ανιχνευτικό
[neol, cpd w. υποβρυχιακός]
- anti-submarine:
- ανθυποβρύχιο [anθipovrí] το, (L) naut
- submarine chaser:
- τα ανθυποβρύχια χρησιμοποιούνται για την καταδίωξη των υποβρυχίων
[fr kath ανθυποβρύχιον, cpd w. υποβρύχιον]
- submarine chaser:
- ανθυποκτηνίατρος ο [anθipoktiníatros] Ο20α : (στρατ.) στρατιωτικός κτηνίατρος του υγειονομικού σώματος του στρατού ξηράς με βαθμό ανθυπολοχαγού.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υποκτηνίατρος]
- ανθυπολοχαγάκι [anθipoloxaγáci] το, milit
- little second lieutenant:
- το ~, όταν γίνει στρατηγός θα 'χει ξεσκολίσει τη μάχη από μέσα κι όχι απ' τις πολυθρόνες (ChZalokostas) |
- τη φράση που συνήθιζε ν' απαγγέλλει ο λοχαγός για τους νεκρούς της ημέρας, τη λέει σήμερα το ~ (id.)
[dimin. of ανθυπολοχαγός]
- little second lieutenant:
- ανθυπολοχαγός ο [anθipoloxaγós] Ο17 : (στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπολοχαγό, με τον οποίο αποφοιτούν οι ευέλπιδες από τη Σχολή Ευελπίδων.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπολοχαγός]
- ανθυπολοχαγός [anθipoloxaγós] ο, milit
- second lieutenant:
- υπηρέτησε τη θητεία του ως έφεδρος ~ |
- ο ~ απάντησε και κατέβηκε τις σκάλες (Kazantz) |
- μπήκε στην ακαδημία πολέμου για να βγει ~ του πυροβολικού (Melas)
[fr kath ανθυπολοχαγός, cpd w. υπολοχαγός]
- second lieutenant:
- ανθυπομοίραρχος ο [anθipomírarxos] Ο20α : (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπομοίραρχο, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπομοίραρχος]
- ανθυπομοίραρχος [anθipomírarxos] ο, milit
- second lieutenant of the gendarmerie:
- τελευταίος ο ενωματάρχης υπέβαλε την αναφορά του στον ανθυπομοίραρχο (Drosinis) |
- ο ~ αρνείται για τους ίδιους λόγους να χτυπήσει τους εαμίτες (ChZalokostas) |
- έμενε στους Παξούς με τη μάνα του και τον πατέρα του τον ανθυπομοίραρχο (Panagiotop)
[fr kath ανθυπομοίραρχος, cpd w. υπομοίραρχος]
- second lieutenant of the gendarmerie:
- ανθυπόνομος [anθipónomos] η,
- mine dug to approach and damage enemy mine:
- οι απόπειρες των Tούρκων να εισδύσουν στην πόλη με υπονόμους ματαιώνονται με τις ανθυπονόμους των κατοίκων (Vacalop) |
- άνοιγε ανθυπονόμους και συσσώρευε πυρίτιδα προς το μέρος των Tούρκων (id.)
[fr kath ανθυπόνομος, cpd w. υπόνομος]
- mine dug to approach and damage enemy mine: