Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθυπασπιστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθυπασπιστής ο [anθipaspistís] Ο7 λόγ. γεν. και ανθυπασπιστού : (στρατ.) α. βαθμός κατώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον αρχιλοχία και κατώτερος από τον ανθυπολοχαγό. β. αντίστοιχος βαθμός του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον αρχικελευστή και κατώτερος από το σημαιοφόρο. γ. αντίστοιχος βαθμός της πολεμικής αεροπορίας, ανώτερος από τον αρχισμηνία και κατώτερος από τον ανθυποσμηναγό. δ. (παλαιότ.) αντίστοιχος βαθμός της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ενωμοτάρχη και κατώτερος από τον ανθυπομοίραρχο.

[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπασπιστής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθυπασπιστής [anθipaspistís] ο, milit
  • warrant-officer:
    • ~ |
    • μπροστά προχωρούσε ο ~, περήφανα κορδωμένος (Karagatsis) |
    • διακρίθηκε, ανδραγάθησε και έφτασε στο βαθμό του ανθυπασπιστή (Xenop) |
    • σε λίγους μήνες θα έβγαιναν ανθυπασπιστές από τη σχολή ευελπίδων (Petsalis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθυπασπιστής, cpd of pref ανθ- ← αντ(ι) & υπασπιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες