Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθυγιεινός -ή -ό [anθijiinós] Ε1 : που προξενεί βλάβη στην υγεία, στον οργανισμό: Tο κάπνισμα είναι ανθυγιεινή συνήθεια. Aνθυγιεινό κλίμα. Aνθυγιεινές συνθήκες / κατοικίες. Επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. || Bαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα, χαρακτηρισμός ειδικής κατηγορίας επαγγελμάτων.
ανθυγιεινά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υγιεινός μτφρδ. γαλλ. insalubre]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθυγιεινός, -ή, -ό [anθiyiinós] (L)
- unsanitary, insalubrious, unhygienic, unhealthy (syn επιβλαβής στην υγεία, near-syn νοσηρός):
- ~ |
- ανθυγιεινή δίαιτα, ζωή, περιοχή, συνήθεια, συνοικία, τροφή |
- ανθυγιεινό κλίμα, περιβάλλον, σπίτι |
- ανθυγιεινά ενδύματα, επαγγέλματα |
- το σκοτεινό τούτο πρόσωπο είναι κάτι ανθυγιεινό και παρείσαχτο (Terzakis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθυγιεινός, cpd of pref ανθ- ← αντ(ι) & υγιεινός]
- unsanitary, insalubrious, unhygienic, unhealthy (syn επιβλαβής στην υγεία, near-syn νοσηρός):