Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρώπινο [anθrópino] το, (L)
- ① humanity, humanness:
- το ανθρώπινο σώμα είναι μια συγκεκριμένη εποπτεύσιμη έκφανση του ανθρώπινου (Tsatsos) |
- ποτέ άλλοτε το ~, ως μορφή ζωής και ως ηθική αξία, δεν είχε προβληθεί και αναγνωριστεί με τόσην επίγνωση και τόσην υπερηφάνεια όσο στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό (Papanoutsos) |
- το ~ το συνοδεύει πάντα η τραγικότητα (Theodorakop) |
- στο ιστορικό μυθιστόρημα δεν ζητούμε απλώς μια αφορμή για την έκφραση του καθολικού και του ανθρώπινου (Sachinis) |
- ο Θουκυδίδης προσπαθεί να περιορίσει το ρόλο της τύχης με την προσεκτική παρατήρηση και την, όσο γίνεται, προσεκτικότερη ανάλυση του ανθρώπινου (Evelpidis)
- ② pl ανθρώπινα τα, human affairs:
- όλα τα ανθρώπινα έχουν το τέλος τους |
- ο Mίμνερμος επιθυμούσε να διατυπώσει την αθυμία του μπροστά στη ματαιότητα των ανθρώπινων (Panagiotop) |
- μη δίνεις τα θεϊκά στον άνθρωπο όπως δεν δίνεις τ' ανθρώπινα στο Θεό (Karagatsis)
[substantiv. n of ανθρώπινος]
- ① humanity, humanness:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπινό [anθropinó] το, (D) = ανθρώπινο 1
- :
- η λογική τούτη ήταν η σύνθεση του πραγματικού με το ιδανικό, μετρημένο μέσα στα τοπία, όπου ζούσε ο Έλληνας, και κρατημένο πάντα στα μέτρα του ανθρωπινού (Theodorakop)
[substantiv. n of ανθρωπινός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρώπινος, επίθ.· αθρωπινός· ανθρωπινός.
-
- 1) Που ανήκει, αναφέρεται σε άνθρωπο ή σχετίζεται μ’ αυτόν:
- (Θυσ. 776), (Aχιλλ. N 993).
- 2) Που ταιριάζει σε άνθρωπο πολιτισμένο:
- απαίδευτος από … πράξιν ανθρωπίνην (Kώδ. Xρονογρ. 60).
- Tο ουδ. ως ουσ. =
- 1) O τρόπος των ανθρώπων, τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους:
- απέθανε (ενν. ο Iησούς) κατά το ανθρώπινον (Iστ. πατρ. 882).
- 2) Tο ανθρώπινο γένος:
- (Σπαν. V 1210).
- 1) O τρόπος των ανθρώπων, τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους:
[αρχ. επίθ. ανθρώπινος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει, αναφέρεται σε άνθρωπο ή σχετίζεται μ’ αυτόν:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρώπινος -η -ο [anθrópinos] Ε5 : 1.που ανήκει στον άνθρωπο ή που έχει σχέση με τον άνθρωπο, ως βιολογική, ψυχική ή πνευματική οντότητα: Tο ανθρώπινο σώμα. Ο ~ εγκέφαλος. H ανθρώπινη φύση / μοίρα / δυστυχία / αξιοπρέπεια. Yπεράσπιση / παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο ~ παράγοντας, που καθορίζεται από τη συμμετοχή του ανθρώπου σε κάποια ενέργεια ή διαδικασία. || που ταιριάζει σε άνθρωπο, που είναι σαν του ανθρώπου: Παπαγάλος με ανθρώπινη φωνή. Σκύλος με ανθρώπινο βλέμμα, εκφραστικό. 2α. που έχει τις ατέλειες και τις αδυναμίες, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο: H ανθρώπινη δικαιοσύνη, σε αντιδιαστολή προς τη θεία. Έχω ανθρώπινη αντοχή και όχι υπεράνθρωπη. Οι αντιδράσεις του ήταν καθαρά ανθρώπινες. Tα λάθη είναι ανθρώπινα, όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε κάποιο σφάλμα. || Είναι ανθρώπινο να φροντίζει κανείς για το συμφέρον του. β. που τον χαρακτηρίζει η ευαισθησία, η ευγένεια των συναισθημάτων: Είναι ειλικρινής και θερμός, πολύ ~. || πλεοναστικά, για να τονίσουμε την ένταση ενός συναισθήματος, την ειλικρίνεια μιας ενέργειας: Έδειξε βαθιά ανθρώπινη συγκίνηση. γ. για κτ. που ικανοποιεί τις ανάγκες του ανθρώπου ποιοτικά ή ποσοτικά· ανθρωπινός1: Προσπάθεια για τη δημιουργία πιο ανθρώπινου οικιστικού περιβάλλοντος. Mετακομίσαμε σε ένα πιο ανθρώπινο σπίτι. Aνθρώπινες συνθήκες ζωής. 3. (ως ουσ.) α. το ανθρώπινο, το σύνολο των χαρακτηριστικών που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα συγγενή είδη: Δεν έχει επάνω του τίποτε το ανθρώπινο, για κπ. που έχει τερατώδη μορφή ή που είναι κτηνώδης. β. τα ανθρώπινα, η ανθρώπινη μοίρα: Tα ανθρώπινα είναι ευμετάβλητα και αβέβαια.
ανθρώπινα ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2: Mας συμπεριφέρθηκε ~. Είναι ~ ντυμένη. (λόγ.) ανθρωπίνως ΕΠIΡΡ μόνο στην έκφραση είναι ~ αδύνατο, είναι εντελώς ακατόρθωτο. [λόγ. < αρχ. ἀνθρώπινος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπινός -ή -ό [anθropinós] Ε1 : 1.για κτ. που βρίσκεται σε ένα ανεκτό ποιοτικό επίπεδο, ώστε να ικανοποιεί τις στοιχειώδεις ανάγκες και να μην προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια· ανθρώπινος: Aυτά δεν είναι ανθρωπινά ρούχα, είναι κουρέλια. H ζωή στα στρατόπεδα δεν ήταν ανθρωπινή. 2. (λαϊκότρ.) που έχει σχέση με το ανθρώπινο σώμα: Aνθρωπινό κρέας.
ανθρωπινά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Zούμε ~. Σ΄ αυτό το εστιατόριο δεν μπορείς να φας ~. [μσν. ανθρωπινός < ανθρώπ(ινος) -ινός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρώπινος, -η, -ο [anθrópinos] (L)
- ① pertaining to man, human (syn ανθρωπινός 1):
- ~ θεσμός, λόγος, μόχθος, όμιλος, παράγοντας, πολιτισμός, πόνος, στοχασμός, τύπος, χώρος |
- ανθρώπινη αντοχή, αξιοπρέπεια, διάνοια, δόξα, δύναμη, δυστυχία, ελευθερία, εξυπνάδα, εργασία, ζωή, θέληση, ιδιότητα, κοινωνία, λαλιά, μοίρα, ομάδα, πορεία, πραγματικότητα, συμπάθεια, συμπεριφορά, τραγωδία, υπόσταση, φύση, ψυχή |
- ανθρώπινες αξίες, αντιθέσεις, θυσίες, σκέψεις, σχέσεις |
- ανθρώπινο αίμα, κεφάλι, κορμί, πόδι, χέρι |
- ανθρώπινο γένος, είδος, έργο, πλάσμα |
- ανθρώπινα εργαλεία, ιδεώδη, κύτταρα, όντα, πάθη, πράγματα, στοιχεία |
- ανθρώπινες αδυναμίες |
- ανθρώπινες επιστήμες humanistic sciences, humanities (syn ανθρωπιστικές επιστήμες) |
- ανθρώπινα δικαιώματα human rights |
- τα λάθη είναι ανθρώπινα |
- παγκόσμια ανθρώπινη αδερφοσύνη |
- αυτό που λέμε στον άνθρωπο ένστικτο είναι η ανθρώπινή του σφραγίδα (Tatakis) |
- μια φωνή ανθρώπινη μέσα στο απόλυτο σκοτάδι είναι μια αντίσταση, μια νίκη ενάντια στο σκοτάδι, όπως ένα φως (Myriv) |
- οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δημιουργήσει δικό τους ανθρώπινο πρότυπο |
- 'καλός καγαθός' (Kazantz) |
- κανείς δεν μπόρεσε ως σήμερα να συλλάβει ποιο θα είναι το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης (Theotokas) |
- είχε φτιάξει έναν κόσμο δικό του κ' έναν τρόπο για συνεννόηση άγνωστο στις ανθρώπινες κοινωνίες (Bastias) |
- από τον πλατωνικόν έρωτα ως την αριστοτελική φιλία υπάρχει ανθρώπινη ωριμότητα μεγάλου βαθμού (Theodorakop) |
- τολμάμε να πούμε ότι ο Θεός έχει κάτι το ανθρώπινο (Georgoulis) |
- η ανθρώπινη αθλιότητα και η δοκιμασία είναι γεννημένη μαζί με τον άνθρωπο, αρρώστια αθεράπευτη (Dizikirikis) |
- η ιστορία είναι μαζί και ανθρώπινη γεωγραφία (Evelpidis) |
- και τους αγίους ακόμη ο Δοξαράς τους εμφανίζει ανθρώπινους και γήινους (Varelas) |
- poem το θηρίο π' ανανογιέται, | πως του λείπουν τα μικρά, | περιορίζεται πετιέται, | αίμα ανθρώπινο διψά (Solom) |
- αν είναι ~ ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι | μόνο για να πονούμε (Seferis)
- ② humane, decent, considerate (syn ανθρωπινός 3,:
- εκείνος που είναι αληθινά ~, όχι, δεν έχει το δικαίωμα, όχι, έχει το χρέος, δεν μπορεί να μην είναι σε κάθε περίσταση ~ (Panagiotop) |
- την κάθαρση των συναισθημάτων θα την επιτελέσει ο μύθος με το ηθικό, με το ανθρώπινο περιεχόμενό του (Papanoutsos) |
- στη στάση του Πιλάτου αναγνωρίζονται καθαρώς ανθρώπινα στοιχεία (Stasinop) |
- είναι πολύ δύσκολο να μείνει κανείς αγνός κι ~ και ζωντανός (Athanasiadis-N) |
- ξαναβρίσκουμε εδώ σχέσεις ανθρώπινες που μας είναι οικείες από την επαφή μας με την ελληνική ζωή (Dimaras)
[fr MG ανθρώπινος ← AG, K, der of ἄνθρωπος w. suff -ινος]
- ① pertaining to man, human (syn ανθρωπινός 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπινός, -ή, -ό [anθropinós] (D)
- ① = ανθρώπινος 1:
- ανθρωπινή λαλιά, φωνή |
- ανθρωπινό αίμα, κρέας, χέρι |
- prov κάλλιο φιδιού γλώσσα, παρ' ανθρωπινή |
- την έκαμαν βράχο με το σχήμα τ' ανθρωπινό (Papadiam) |
- επάνω στο γαϊδουράκι εφαινόταν δεμένο με τριχιές ένα παιδί ή καλύτερα ένα κουβάρι ανθρωπινό, τυλιγμένο μέσα σε βρωμερά κουρέλια (Karkavitsas) |
- folks. δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια, | μόν' ελαλούσε κ' έλεγεν ανθρωπινή λαλίτσα (Kerkyra) |
- poem και να σου σχήμα ανθρωπινό σαν πόχουνε συνήθεια | οι πελαγήσοι να κεντούν τα χέρια και τα στήθια (Solom) |
- κ' η σάρκα σου η ανθρωπινή | στην πλάση θα ξαναφανεί (Palam)
- ② fit or suitable for human beings, adequate, good (near-syn αρκετός, επαρκής L, ικανοποιητικός):
- ~ δρόμος |
- ανθρωπινή διαβίωση |
- ανθρωπινό ντύσιμο |
- ανθρωπινό δωμάτιο, σπίτι |
- ο λαός θέλει εργασία και μια ζωή ανθρωπινή (Theotokas) |
- ήρθανε χρόνοι καλύτεροι, πιο ανθρωπινοί, αν ανθρωπιά λέγεται να βγάζεις ίσα ίσα το καρβέλι (Terzakis) |
- τα απαραίτητα στη ζωή είναι η χορταστική τροφή, η ανθρωπινή στέγη κλ (Palaiologos) |
- poem .. πάσκιζε | να φέρει τον πατέρα του | σε μια ζωή πιο ανθρωπινή (Stavrou Ar)
- ③ = ανθρώπινος 2:
- ανθρωπινό γράμμα, φέρσιμο |
- ανθρωπινές, ευγενικές, πολιτισμένες σχέσεις |
- θα ήθελες ίσως λόγια θερμότερα, τρυφερότερα, ανθρωπινότερα· τι να σου κάμω, δεν μπορώ (Palam) |
- όσο ο πόλεμος θέριευε τους ανθρώπους, τόσο αυτός γίνονταν αλλιώτικος, ~, ακόμα κ' υπεράνθρωπος (Vlachogiannis) |
- ο τύπος του πατέρα, ~, ανθρωπινότατος (Athanasiadis-N) |
- όλοι θέλουμε να γίνουμε λογικότεροι, φρονιμότεροι, αληθινότεροι, ανθρωπινότεροι (Theodoridis)
[fr MG ανθρωπινός bes ανθρώπινος, der of άνθρωπος w. suff -ινός]
- ① = ανθρώπινος 1: